Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Υπερεκτιμώντας την οικονομία της Ε.Ε.

H Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο ΟΟΣΑ προβλέπουν ότι, κατά μέσο όρο, η οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα αναπτυχθεί κατά 1,9% την επόμενη χρνιά, ρυθμός εφάμιλλος με τον μέσο όρο 2% που αναμένεται για φέτος. Αλλά η εικόνα που σκιαγραφείται από τις προβλέψεις μπορεί να είναι υπερβολικά αισιόδοξη, όχι μόνο διότι οι ρυθμοί ανάπτυξης πιθανότατα να απογοητεύσουν, αλλά επίσης επειδή υπάρχουν σημαντικές, καθοδικές πιέσεις στην αναπτυξιακή δυναμική της Ε.Ε. πέραν του 2019 - πιέσεις που, προς το παρόν, οι Ευρωπαίοι ηγέτες φαίνονται απροετοίμαστοι να αντιμετωπίσουν με αποτελεσματικότητα. 
Εάν η Ε.Ε. ήταν ομάδα ποδοσφαίρου, δεν θα έχανε τους αγώνες από έλλειψη τακτικής ή λόγω ανεπάρκειας ικανοτήτων. Με αξία σχεδόν 19 τρισ. δολαρίων, η οικονομία της Ε.Ε. παραμένει η δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το ένα πέμπτο της παγκόσμιας παραγωγής. Το πρόβλημα είναι ότι η ομάδα ως σύνολο δεν παίζει με συνοχή και όλοι οι κορυφαίοι παίκτες αγωνίζονται μεμονωμένα.
Στη διάρκεια της τελευταίας χρονιάς έγιναν μικρά βήματα -όπως το να ενισχυθεί το ενιαίο δίχτυ χρηματοπιστωτικής ασφάλειας-, ώστε να έχει η Ε.Ε. μεγαλύτερη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τα διάφορα εμπόδια. Αλλά η «αρχιτεκτονική» της ευρύτερης οικονομίας παραμένει ανολοκλήρωτη. Τα προβλήματα είναι περισσότερο εμφανή στην Ευρωζώνη, που αντιμετωπίζει την πρόκληση της βραδείας προόδου στην τραπεζική ένωση, τον ανεπαρκή συντονισμό στη δημοσιονομική πολιτική και πολιτικές διαφορές.
Και οι δυνάμεις του κατακερματισμού θα ενισχυθούν. Για αρχή, τα λαϊκιστικά πολιτικά κόμματα και ηγέτες αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή, έχοντας εκμεταλλευθεί τις ευρύτερες ανησυχίες περί ταυτότητας και μετανάστευσης, σε συνδυασμό με την απογοήτευση απέναντι στις mainstream ελίτ, κερδίζοντας έδαφος, ακόμη και την εξουσία, σε πολλές χώρες. Αλλά η μετάβαση από την προεκλογική εκστρατεία στη διαδικασία λήψης αποφάσεων -είτε εντός του κοινοβουλίου είτε, όπως στην Ιταλία, εντός του κυβερνητικού συνασπισμού- έχει αποδειχθεί δύσκολη για ορισμένα αντικαθεστωτικά κόμματα, δεδομένου ότι εκλείπουν περιεκτικές πλατφόρμες πολιτικής.
Μαζί με τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που προγραμματίζονται για την επόμενη χρονιά, αυτές οι πηγές αβεβαιότητας περιπλέκουν τον πανευρωπαϊκό συντονισμό και τη λήψη αποφάσεων, σε μια εποχή που πολλοί υπεύθυνοι πολιτικής είναι ήδη απασχολημένοι με το ακόμη ανεπίλυτο ζήτημα του Brexit. Ως αποτέλεσμα, έχουν λιγότερη δυνατότητα να αφιερώσουν στην απομάκρυνση εμποδίων στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας και στην οικοδόμηση μιας πιο ευέλικτης οικονομίας, ικανής να ανταποκριθεί στις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και τις αλλαγές στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον.
Δεν βοηθάει το ότι οι συνθήκες ρευστότητας στην Ευρώπη καθίστανται λιγότερο υποστηρικτικές. Έχοντας ήδη επιβραδύνει τις αγορές ενεργητικού, η ΕΚΤ θα ολοκληρώσει το πρόγραμμα νομισματικής στήριξης στα τέλη του έτους. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι σηματοδότησε ότι μια αύξηση επιτοκίων είναι πιθανόν να ακολουθήσει έως τα τέλη της θητείας του, τον Οκτώβριο του 2019.
Παρότι όμως αυτοί οι παράγοντες απειλούν να επιτείνουν την πρόκληση κατακερματισμού που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή οικονομία, ακόμη και μια διαιρεμένη ομάδα μπορεί να εξασφαλίσει τη νίκη, εάν οι κορυφαίοι παίκτες της καταφέρουν να παίξουν αρκετά δυνατά. Δυστυχώς, εσωτερικά ζητήματα που αψηφούν απλές λύσεις και περιορίζουν τη λήψη αποφάσεων, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ταλανίζουν πολλές από τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ε.Ε. - Γαλλία, Ιταλία, Πολωνία, Ισπανίακαι Ηνωμένο Βασίλειο.
Η Γαλλία κλονίζεται από τις διαδηλώσεις των «κίτρινων γιλέκων» εναντίον της μεταρρυθμιστικής ατζέντας του προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν. Η Γερμανία αντιμετωπίζει ριζική πολιτική μετάβαση, καθώς η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ προετοιμάζεται να αποσυρθεί στο τέλος της τρέχουσας θητείας της. Και η κυβέρνηση λαϊκιστών της Ιταλίας διασταυρώνει τα ξίφη της με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τον προϋπολογισμό του 2019, που επίσης βασίζεται σε αισιόδοξες προβλέψεις για την ανάπτυξη του ΑΕΠ.
Όσο για την Πολωνία, η κυβέρνησή της έχει υιοθετήσει την επονομαζόμενη ανελεύθερη δημοκρατία και επιδιώκει πολιτικές που πολλοί θεωρούν ότι δεν συμβαδίζουν με τις αξίες και το όραμα της Ε.Ε. Στην Ισπανία η κυβέρνηση παραμένει αδύναμη. Και στη Βρετανία, το ρήγμα στο εσωτερικό του Συντηρητικού Κόμματος εμποδίζει την πρόοδο προς μια ελεγχόμενη διαδικασία Brexit, εμποδίζοντας ουσιαστικές αναπτυξιακές και υπέρ της παραγωγικότητας πολιτικές πρωτοβουλίες. 
Με αυτές τις προκλήσεις, που είναι δύσκολο να επιλυθούν σύντομα, οι βασικές ατμομηχανές ανάπτυξης της Ευρώπης φαίνεται ότι θα χάσουν τη δυναμική τους το 2019. Εν τω μεταξύ, οι προσπάθειες για την προώθηση μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης στην Ε.Ε. πιθανότατα θα παραμείνουν εξαίρεση παρά κανόνας. Και όλα αυτά θα συμβούν με ένα εξωτερικό περιβάλλον λιγότερο υποστηρικτικό, τόσο οικονομικά όσο και χρηματοπιστωτικά.
Άρα, η «ομάδα» της Ε.Ε. θα αντιμετωπίσει σοβαρές προκλήσεις, στους αγώνες τόσο εντός όσο και εκτός έδρας. Αλλά δεν είναι όλες οι ειδήσεις άσχημες: Τεχνικά, η Ε.Ε. διαθέτει και σχέδιο και τις δυνάμεις που χρειάζεται για να τα βγάλει πέρα. Η οικονομία έχει ανακάμψει από τα χειρότερα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Έχει γίνει πολλή δουλειά για να εντοπιστούν τα βήματα που χρειάζονται ώστε να επιτευχθεί ισχυρή και ολοκληρωμένη ανάπτυξη, για τη μείωση των τρωτών σημείων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και να σταματήσει η διάβρωση των πυλώνων μακροπρόθεσμης ευημερίας. 
Η επιτυχία προϋποθέτει πολιτικούς ηγέτες που είναι ικανοί να επιδιώξουν συνεπείς, αναπτυξιακές πρωτοβουλίες. Όσο περισσότερο αργούν να εμφανιστούν τέτοιοι ηγέτες, τόσο πιο δύσκολο θα είναι για την Ε.Ε. να αποφύγει μια μάχη υποβιβασμού. 

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

H ένταση στην ατζέντα του G20

Σε «θρίλερ» τείνει να εξελιχθεί η σύνοδος κορυφής της Ομάδας του G20 που άρχισε χθες στο Μπουένος Άιρες και ολοκληρώνεται σήμερα, σε κλίμα οικονομικής, πολιτικής και γεωπολιτικής έντασης. Αναμένεται να αποτελέσει την πιο ταραχώδη και την πλέον περίπλοκη σύνοδο από το 2008, όταν τα πιο ισχυρά κράτη του πλανήτη άρχισαν τις συναντήσεις τους. Πριν καν αρχίσει, οι οιωνοί φάνηκαν δυσοίωνοι.
Πρώτα, η σοβαρή τεχνική βλάβη στο κυβερνητικό αεροσκάφος της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ, που ανέτρεψε το πρόγραμμά της, αφού δεν πρόλαβε να φθάσει εγκαίρως στην Αργεντινή και να συναντηθεί χθες το βράδυ με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ.
Έπειτα, ο ίδιος ο Τραμπ που πριν ακόμη φθάσει κατέβασε τον πήχη των προσδοκιών, με τις αντιφατικές και αινιγματικές δηλώσεις του: «Είμαστε πολύ κοντά στο να κάνουμε κάτι με την Κίνα, αλλά δεν ξέρω αν θέλω να το κάνω». Και όλα αυτά, με φόντο τις αλλεπάλληλες κατηγορίες της Ουάσιγκτον εναντίον του πολυμερούς συστήματος, τις διαφωνίες μεταξύ των χωρών στο θέμα της κλιματικής αλλαγής, την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, την ένταση Ρωσίας - Δύσης, Σ. Αραβίας - Δύσης και τη νέα γεωπολιτική κατάσταση στη θάλασσα Αζόφ μεταξύ Κιέβου και Μόσχας. Οι μεγάλες δυνάμεις επικαλούνται ένα «κυνήγι μαγισσών», σε μία ατελείωτη διελκυστίνδα που δημιουργεί ανατροπές, αντιπαραθέσεις, νέους συσχετισμούς και καθορίζει τα επόμενα βήματα των ηγετών. Ο Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να ακυρώσει την προγραμματισμένη συνάντησή του με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Σαουδάραβας διάδοχος του θρόνου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν βρέθηκε αισθητά παραγκωνισμένος, με τον πρόεδρο της Αργεντινής Μαουρίσιο Μάκρι να προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. 
Νεφελώδες και το σκηνικό του διεθνούς εμπορίου, με αναλυτές να αναμένουν μεν μία συμφωνία -ή καλύτερα συμβιβασμό- ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στο Πεκίνο για τους δασμούς, προειδοποιώντας ωστόσο ότι δεν θα είναι αυτό που η κάθε πλευρά επιθυμεί. Μία εκδοχή συμβιβασμού είναι οι ΗΠΑ να «παγώσουν» την επιβολή περαιτέρω δασμών με αντάλλαγμα συζητήσεις για την προστασία της αμερικανικής τεχνολογίας. Αρκούν όμως τα ευχολόγια και οι καλές προθέσεις; 
Είναι γεγονός ότι ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Κίνα διακυβεύονται πολύ περισσότερα από το εμπόριο, όπως επιρροή, ανταγωνισμός, πρακτικές, ασφάλεια, ιδεολογίες, γι’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε που ο Σι θα μπορούσε να βάλει στο τραπέζι για να ικανοποιήσει το αίτημα του Τραμπ για διαρθρωτική αλλαγή της Κίνας. Ούτε και ο Τραμπ θα μπορούσε να κάνει θεαματική οπισθοχώρηση, όταν το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Κίνα ανήλθε πέρυσι στα 375,6 δισ. δολάρια.