Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Οι πρωταθλητές του αναδυόμενου κόσμου

Οι αναδυόμενες αγορές συχνά ομαδοποιούνται ως κάτι που μοιάζει με ενιαίο σύνολο. Όταν πρόκειται όμως για τις οικονομικές επιδόσεις, τότε παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις, με κάποιες χώρες να επιτυγχάνουν ταχεία και σχετικά σταθερή ανάπτυξη για μεγάλες χρονικές περιόδους. Ποιο είναι το μυστικό τους;
Στην πρόσφατη αξιολόγηση του ΜcKinsey Global Institute για την ανάπτυξη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ 71 αναδυομένων οικονομιών, 18 ξεχώρισαν. Σε επτά -Κίνα, Χονγκ Κονγκ, Ινδονησία, Μαλαισία, Σιγκαπούρη, Νότια Κορέα και Ταϊλάνδη- το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αναπτύχθηκε με ρυθμούς τουλάχιστον 3,5% ετησίως στην 50ετία από το 1965 έως το 2016.
Οι άλλες 11 με υψηλές επιδόσεις συνήθως δεν προσελκύουν την προσοχή, καθώς η κατά κεφαλήν αύξηση του ΑΕΠ άρχισε να επιταχύνεται πιο πρόσφατα. Παρ' όλα αυτά, Αζερμπαϊτζάν, Λευκορωσία, Καμπότζη, Αιθιοπία, Ινδία, Καζακστάν, Λάος, Μιανμάρ, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν και Βιετνάμ κατάφεραν ρυθμούς αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ τουλάχιστον 5% επί 20 χρόνια, από το 1996 έως το 2016.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Εκλογές διχασμού

Αυτές οι εκλογές θα είναι αλλιώτικες από τις άλλες. Παράδοξο από μιαν άποψη, διότι το κύριο θέμα που κυριάρχησε την τελευταία οκταετία –με άλλα λόγια η ολοκλήρωση του προγράμματος «σωτηρίας» ή κατ’ άλλους της πλήρους υποθηκεύσεως της χώρας στους δανειστές– έκλεισε καθ’ ον τρόπο αυτό συνέβη.
Αντιρρήσεις περί της ορθότητος του «μείγματος» που επέλεξε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ υπάρχουν σοβαρές και διατυπώθηκαν από τη Ν.Δ. Αλλά αυτό είναι λογικό και αναμενόμενο, διότι τα δύο κόμματα εξουσίας απευθύνονται σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, με διαφορετικές επιδιώξεις και συμφέροντα.
Το ουσιώδες είναι ότι μια τεράστια πλειο-ψηφία Ελλήνων πολιτών συμφιλιώθηκε με την ιδέα της παραμονής της χώρας στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και όσον αφορά τα θέματα εξωτερικής ασφαλείας εν σχέσει με τη θέση της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ και τις σχέσεις μεταξύ Αθηνών και Ουάσιγκτον.
Με βάση τις δύο προαναφερθείσες μείζονες αποδοχές, η Ελλάς είναι μια χώρα πολιτικής σταθερότητος και ενταγμένη με τον τρόπο της –πάντοτε ιδιόρρυθμο– στη δυτική πραγματικότητα. Παρά ταύτα, εμφωλεύουν δύο παράγοντες αστάθειας:
η ανυπαρξία μιας εθνικής στρατηγικής σε θέματα εσωτερικής ασφαλείας και η συμφωνία για το Μακεδονικό.
Σταδιακώς, από τη στιγμή που «εισήχθη» το θέμα της τρομοκρατίας στη χώρα μας, με τη δολοφονία του σταθμάρχη της CIA στην Ελλάδα Ρίτσαρντ Γουέλς τον Δεκέμβριο του 1975, η διαχείριση του μείζονος αυτού προβλήματος ανεδείχθη σε θέμα εσωτερικής πολιτικής διαπάλης μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ και σήμερα με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ουδέποτε εξεπονήθη κοινό σχέδιο δράσεως για την αντιμετώπιση ενός φαινομένου που πλήττει όλες τις δημοκρατικές χώρες της Δύσεως. Το αποτέλεσμα είναι ότι αντί το φαινόμενο της βίας να απομονωθεί και να αντιμετωπισθεί με τρόπο επαγγελματικό, διαχέεται στους οπαδούς των κομμάτων. Λίγο ακόμη και θα ακούσουμε ότι η Ν.Δ. πρόκειται να επιβάλει φασιστικό καθεστώς στην Ελλάδα ή ότι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζονται να ξεθάψουν εκ νέου τα «κονσερβοκούτια».
Στο Μακεδονικό ζήτημα που ταλάνισε την εξωτερική πολιτική της χώρας, καλλιεργείται η εντύπωση ότι η Ν.Δ. υιοθετεί ακροδεξιά πολιτική και ότι αντιστοίχως
ο ΣΥΡΙΖΑ ξεπουλάει τα ιερά και τα όσια της Ελλάδος. Προς άγραν ψήφων, εκατέρωθεν, καλλιεργείται διχασμός της αθλιότερης μορφής. Eτσι νοείται ο «εξευρωπαϊσμός» της Ελλάδος.

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Η αιτία της καθήλωσης

Ο Moody’s ζητεί την απαρέγκλιτη εφαρμογή, και μάλιστα την εμβάθυνση, των μεταρρυθμίσεων στις οποίες έχει δεσμευτεί η Ελλάδα. Μπροστά του, όμως, έχει μια κυβέρνηση η οποία ψηφίζει μέτρα για να τα πάρει πίσω. Το στοιχείο αυτό ενδεχομένως από μόνο του εξηγεί τη διστακτικότητα του οίκου να αναβαθμίσει το ελληνικό αξιόχρεο. Σημειωτέον, ο πρωθυπουργός έχει επικαλεστεί παλιότερα αναβάθμιση από τον οίκο Moody’s 
ως σημάδι ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.  


Υπάρχει μια βασική αντίφαση στη λειτουργία της κυβέρνησης. Από τη μια πλευρά, παίζει μπάλα με τους κανόνες της Ευρωζώνης και των αγορών. Από την άλλη πλευρά, κάνει ό,τι μπορεί για να μη βάλει γκολ.
Με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και την ανακωχή απέναντι στους πάλαι ποτέ κοινωνικά ανάλγητους εκπροσώπους του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού (sic), ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχθηκε τους όρους με τους οποίους λειτουργεί η σύγχρονη οικονομία. Από τους ζουρνάδες που δεν έπαιξαν ποτέ ή έπαιξαν και δεν ήχησαν, μετακινήθηκε στην παραδοχή ότι η ανάκαμψη της οικονομίας προϋποθέτει εκ των πραγμάτων την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις επιμέρους επιλογές της.

Η αλήθεια είναι ότι, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, το comeback της Ελλάδας δεν είναι απλή υπόθεση. Ενδεικτική είναι η αναφορά του Moody’s, κατά την περιγραφή των παραγόντων που θα επιτρέψουν στον οίκο αξιολόγησης να στείλει ένα θετικό μήνυμα για την Ελλάδα. «Σαφείς ενδείξεις μιας επιτυχούς επιστροφής της Ελλάδας στη χρηματοδότηση των αγορών θα βοηθούσαν για μια ενέργεια θετικής αξιολόγησης».

Ο οίκος από τον οποίο η Ελλάδα περιμένει μια θετική αξιολόγηση για να διευκολυνθεί στον δρόμο προς τις αγορές, αναζητεί σημάδια ότι η Ελλάδα έχει τραβήξει τον δρόμο προς τις αγορές. Λεπτές ισορροπίες κρίνουν την επιτυχία ενός σύνθετου εγχειρήματος το οποίο απαιτεί υψηλές δεξιότητες, αν μη τι άλλο στοιχειώδη αξιοπιστία, διακυβέρνησης. 

Αν κάτι κρατάει την Ελλάδα πίσω, σε αυτήν τη φάση των εξελίξεων, είναι μια κυβέρνηση που υπόσχεται επενδύσεις και αυξάνει τους φόρους. Κηρύττει πόλεμο στην ανεργία και δημιουργεί αντικίνητρα για τις προσλήψεις. Μιλά για αξιοκρατία και δεν αξιολογεί το Δημόσιο. Καυχιέται για το υπερπλεόνασμα χωρίς να καταβάλλει τις συντάξεις. 

Αν κάτι κοστίζει στην Ελλάδα σήμερα είναι μια κυβέρνηση που υποδύεται ότι έφερε την ανάπτυξη, αντί να ιδρώσει για την ανάπτυξη. Δεν είναι όμως μόνο η κυβέρνηση αλλά και όσοι για τους δικούς τους λόγους καλλιεργούν ένα παραπλανητικό αφήγημα γύρω από την ελληνική οικονομία, αποκρύβοντας θεμελιώδη στοιχεία της πραγματικότητας.

Είναι με τη σειρά τους υπεύθυνοι για τους κατά καιρούς ευσεβείς πόθους ότι με την ίδια συνταγή μπορείς να έχεις ένα διαφορετικό αποτέλεσμα. Η διάψευση είναι αναπόφευκτη, όπως απέδειξε και το πρόσφατο παράδειγμα του Moody’s, ο οποίος πρωταγωνίστησε διά της απουσίας του, καθώς δεν αναβάθμισε τελικά το αξιόχρεο της Ελλάδας. 

Ο λόγος είναι απλός και τον περιγράφει με τον πλέον γλαφυρό τρόπο στη «Ν» αρμόδια πηγή, η οποία αδυνατεί να κατανοήσει το κλίμα που καλλιεργήθηκε στην Ελλάδα το προηγούμενο διάστημα. «Για να είμαι ειλικρινής, δεν σχολιάζουμε τις προσδοκίες άλλων ανθρώπων για τις αξιολογήσεις μας».

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

Αντιμετώπιση του brain drain με διεθνώς εμπορεύσιμα αξίας

Η ελληνική κρίση και χρεοκοπία του 2008-2018 συνοδεύεται από το φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης μορφωμένων παραγωγικών ηλικιών και κυρίως νέων. Οι εκτιμήσεις αναφέρονται σε 450.000 άτομα. Το μέγεθος μοιάζει ανάλογο του προηγούμενου κύματος μετανάστευσης σχεδόν 1,2 εκατομμυρίων Ελλήνων από το 1950 έως το 1974, με το 55% αυτών να μεταναστεύει τη δεκαετία του 1960.
Τότε ήταν κυρίως ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, τώρα είναι μορφωμένο, ειδικευμένο και υπερειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Τότε η μαζική μετανάστευση συνδεόταν με τις συνέπειες της κατοχής του 1940-44, τον αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο του 1944-49, τα αυταρχικά μετεμφυλιακά καθεστώτα, την ξένη εξάρτηση, τη χούντα, κ.ο.κ. Τώρα προηγήθηκε μεταπολίτευση, δημοκρατία, ένταξη στην ΕΟΚ, αλλαγή και απαλλαγή, εκσυγχρονισμός, ένταξη στο ευρώ, επανίδρυση του κράτους, χρεοκοπία, μνημόνιο-αντιμνημόνιο, κ.ο.κ. Η αναπαραγωγή του φαινομένου της μαζικής μετανάστευσης, κυρίως των νέων, στη σύγχρονη εκδοχή του, του brain drain, είναι προϊόν της οικονομικής και κοινωνικής καχεξίας.
Κοινό υπόβαθρό τους η παραγωγική καχεξία. Το δίλημμα έχει ήδη τεθεί στην ελληνική κοινωνία: ή θα παράγει και θα εξάγει προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, ή θα «εξάγει» το ειδικευμένο (και όχι μόνο αυτό) ανθρώπινο δυναμικό της, για όσον καιρό και στον βαθμό που το διαθέτει. Η παραγωγική απάντηση για αντιμετώπιση του brain drain είναι οι επιχειρηματικές επενδύσεις στην παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, για εξαγωγές και υποκατάσταση εισαγωγών, οι επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη, την καινοτομία, την απασχόληση του εγχώριου ανθρώπινου κεφαλαίου, που άλλως δεν θα απέφευγε τη ροή του brain drain.
Το δίλημμα δεν είναι θεωρητικό. Ούτε ως προς το πρόβλημα ούτε ως προς τη λύση.  Απλά, η παραγωγική απάντηση, της προτεραιότητας στα διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες μέσης και υψηλής προστιθέμενης αξίας, παραμένει ακόμη «μειοψηφική» και όχι αποδεκτή, με λόγια αλλά, κυρίως, και με έργα, από την κοινωνία και την πολιτική. Ενώ πρέπει να είναι προτεραιότητα αμφοτέρων. «Μειοψηφική» μεν, υφιστάμενη δε. Παραδείγματα υπάρχουν και κλάδων και επιχειρήσεων. Ένα παράδειγμα είναι η εγχώρια βιομηχανία φαρμάκου. Αναπτύχθηκε μέσα στην κρίση, παρά τη ραγδαία μείωση της εγχώριας ζήτησης, παρά το αντίξοο επιχειρηματικό και διοικητικό περιβάλλον. 
Εν συνόψει, η εγχώρια βιομηχανία φαρμάκου, οι επιχειρήσεις και οι άνθρωποί της, επένδυσαν στην παραγωγή, επένδυσαν και σε R&D, αύξησαν την εγχώρια παραγωγή, τις ελληνικές εξαγωγές, την υποκατάσταση εισαγωγών, διατηρώντας και προσθέτοντας θέσεις εργασίας μορφωμένου ανθρώπινου δυναμικού, μειώνοντας το δυνητικό brain drain. Το έπραξαν παρά τη ραγδαία μείωση της εγχώριας συνολικής δαπάνης, δημόσιας και ιδιωτικής, για την Υγεία και το φάρμακο. Οι εγχώριες παραγωγικές μονάδες στράφηκαν στο να ενισχύσουν την εξαγωγική τους δραστηριότητα και την υποκατάσταση εισαγωγών. 
Ζήτηση υπήρχε, και υπάρχει, πρώτον, όσο η χώρα είχε και έχει ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο στο φάρμακο. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία το μείωσε και το μειώνει. Δεύτερον, και κυρίως, όσο υπάρχει η διεθνής ζήτηση στην οποία απευθύνονται εξαγωγές 350 δισ. και πλέον. Σήμερα, οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες εξάγουν τα προϊόντα τους σε σχεδόν 90 χώρες, μεταξύ των οποίων και οι πλέον αναπτυγμένες. Υπάρχουν νέες δυνατότητες σε αυτόν τον τομέα; Από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. η Ιρλανδία (των 4,5 εκατ. κατοίκων, και του μνημονίου) έχει καταστεί ο μεγαλύτερος εξαγωγέας και είναι ο έβδομος παγκοσμίως. Οι εξαγωγές της ιρλανδικής φαρμακευτικής βιομηχανίας τo 2017 ήταν σχεδόν 68 δισ. ευρώ (το 55% του συνόλου εξαγωγών προϊόντων χώρας). Ήταν δηλαδή κατά 9 δισ. ευρώ περισσότερες του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών όλων των προϊόντων και όλων των υπηρεσιών (που ήταν 59 δισ. ευρώ). Και υπερδιπλάσιες των ελληνικών εξαγωγών όλων των προϊόντων (που ήταν σχεδόν 29 δισ. ευρώ).
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το brain drain; 
Έχουν, διότι ο κλάδος της φαρμακευτικής βιομηχανίας είναι παραγωγικός κλάδος έντασης γνώσης. Η έρευνα και η ανάπτυξη (R&D) είναι απαραίτητες για την παραγωγή και κυκλοφορία πρωτοτύπων, αλλά και γενοσήμων φαρμακευτικών σκευασμάτων. Έχουν, διότι ακόμη και η δημιουργία νέων, αλλά και η βελτίωση των υφιστάμενων καλλυντικών είναι και αυτές αποτέλεσμα λειτουργιών έρευνας και ανάπτυξης (R&D). Έχουν, διότι στον κλάδο απασχολείται ανθρώπινο δυναμικό προσόντων και γνώσεων υψηλού επιπέδου. Και στην Ελλάδα ο κλάδος έχει μερίδια απασχολουμένων με πρώτου επιπέδου πανεπιστημιακή εκπαίδευση (ΑΕΙ και ΤΕΙ) και δεύτερου επιπέδου πανεπιστημιακή εκπαίδευση (μεταπτυχιακά) υψηλότερα από τα αντίστοιχα μερίδια στο σύνολο της οικονομίας, και της βιομηχανίας. 
Έχουν, διότι με τη στροφή του εγχώριου κλάδου στην εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητα το μερίδιο ανθρώπινου δυναμικού πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σχεδόν διπλασιάστηκε (σε 70%) όπως και της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης (σε 4%-5%). 
Έχουν, διότι μέσα στην κρίση η συνεισφορά της βιομηχανίας φαρμάκων στην αύξηση της απασχόλησης στη μεταποίηση είναι η δεύτερη μεγαλύτερη έπειτα από αυτήν των τροφίμων (αναλογικά με τα μερίδιά τους). Και οι δύο αποτελούν μέρος της ανάκαμψης της εγχώριας παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων, που συμβάλλει στη δημιουργία νέων και διατηρήσιμων θέσεων εργασίας. Έχουν, ακόμη περισσότερο, διότι οι υψηλότερες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη (R&D), και στην ελληνική οικονομία, πραγματοποιούνται στη μεταποίηση, και στην παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων και σκευασμάτων είναι οι υψηλότερες μεταξύ των μεταποιητικών κλάδων της οικονομίας.
Ένας κλάδος, αυτός του παραδείγματος, δεν φέρνει από μόνος του την παραγωγική συγκρότηση και την αναπτυξιακή άνοιξη, την ανακοπή και αναστροφή του brain drain. Δείχνει όμως πως οι κλάδοι των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας είναι η μόνη διαθέσιμη διέξοδος. 
Το δίλημμα (και η σύγκρουση) είναι ανάμεσα στην παραγωγική Ελλάδα, που δίνει προτεραιότητα στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών, και την ελλαδική παρασιτοφαυλοκρατία. Αυτήν την τελευταία υποδεικνύουν όλες οι έρευνες μεταξύ των Ελλήνων της νέας μετανάστευσης όταν φέρουν ως πρώτη αιτία της την έλλειψη αξιοκρατίας. 

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

To χρονικό μιας πετρελαϊκής κρίσης

Πριν από 11 χρόνια, στις 24 Σεπτεμβρίου του 2007, η τιμή brent έκλεισε λίγο χαμηλότερα από τα 79 δολάρια το βαρέλι, πολύ κοντά στο σημερινό επίπεδο. Τρεις ημέρες μετά, το brent ξεπέρασε τα 80 δολάρια, για πρώτη φορά στην ιστορία του. Και σε λιγότερο από ένα 10μηνο οι τιμές άγγιξαν ιστορικό ρεκόρ στα 146 δολάρια. Ανεξαρτήτως από το πόσο καλός οδηγός μπορεί να αποτελέσει το παρελθόν για το μέλλον, τα γεγονότα του 2007/08 έδειξαν ότι οι κινήσεις των τιμών πετρελαίου δεν είναι και τόσο γραμμικές, αλλά μάλλον κυκλικές... Η σημερινή λοιπόν οικονομική πραγματικότητα και η αγορά πετρελαίου θα μπορούσε να έχει πολλές ομοιότητες με αυτή του 2007/08. Ο οικονομικός κύκλος των ΗΠΑ ήταν σε πλήρη ανάπτυξη στο τέλος του 2007, με τις τιμές πετρελαίου να συνεχίζουν την ανιούσα για επτά ακόμη μήνες. Τον Ιούνιο του 2007 οι αποδόσεις των βραχυπρόθεσμων αμερικανικών κρατικών ομολόγων άγγιξαν ζενίθ, ενώ τέσσερις μήνες αργότερα η Wall Street έφθασε στην κορύφωσή της.
Ωστόσο, οι περισσότερες από τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες έμπαιναν σε ύφεση και στην αγορά πετρελαίου πλήθαιναν οι ανησυχίες για κατάρρευση της ζήτησης, κάτι όμως που αγνοήθηκε και αξιολογήθηκε μόνο αφότου οι τιμές έφθασαν σε ρεκόρ. Toν Σεπτέμβριο του 2007 ο ΟΠΕΚ συμφώνησε να αυξήσει την παραγωγή του κατά 500.000 βαρέλια ημερησίως, επικαλούμενος τη στενότητα της αμερικανικής αγοράς καυσίμων. Τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους το καρτέλ κρίνει ότι η προσφορά ήταν επαρκής. Τον Μάρτιο του 2008 ο ΟΠΕΚ, παρότι συνέχισε να κρίνει επαρκή την προσφορά, υπογράμμισε τους αυξανόμενους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία αποδίδοντας τη συνεχιζόμενη άνοδο των τιμών πετρελαίου σε μη θεμελιώδεις παράγοντες, όπως κερδοσκόποι. Οι τιμές συνέχισαν να αυξάνονται ραγδαία, αλλά με κύριο χαρακτηριστικό την έντονη μεταβλητότητα, με  ημερήσια διακύμανση 5 δολάρια.
    Η αντίστροφη πορεία κρίθηκε τον Μάιο, με τις τιμές να αρχίζουν να υποχωρούν από τις αρχές Ιουλίου, όταν οι προοπτικές της οικονομίας επιδεινώθηκαν. Με το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, τον Σεπτέμβριο του 2008, η παγκόσμια οικονομία εισήλθε σε βαθύτερη ύφεση.  Σήμερα, η αμερικανική οικονομία και οι χρηματοοικονομικές αγορές κινούνται στο τελικό στάδιο του κύκλου ανάπτυξης. Στον υπόλοιπο κόσμο, η οικονομική επιβράδυνση αρχίζει να γίνεται αισθητή. Η κατανάλωση πετρελαίου παραμένει υψηλή, όμως υπάρχουν φόβοι για απότομη μείωση, ενώ οι διακυμάνσεις των τιμών κυμαίνονται στα 2 δολάρια. Σαουδική Αραβία και Ρωσία ανθίστανται στις αμερικανικές πιέσεις για αύξηση παραγωγής. Και τα αντισταθμιστικά ταμεία ποντάρουν δυνατά σε άνοδο τιμών, κάτι που φυσικά δεν έχει σχέση με τα θεμελιώδη της αγοράς. Και φυσικά, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί και ο εμπορικός πόλεμος με όλες τις συνέπειες για την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου.  Παράλληλες ιστορίες; Με φόντο ένα ατελείωτο πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στους κορυφαίους πετρελαιοπαραγωγούς και στην Ουάσιγκτον; Με μόνιμα ζημιωμένες, φυσικά, τις καταναλώτριες χώρες που χρειάζεται να εισάγουν πετρέλαιο.

    Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

    H Eυρώπη του... Μπάνον

    Στο «Κάστρο του Αλατιού» οι διαπραγματεύσεις άφησαν αλμυρή επίγευση και ενδεχομένως να ανέβασαν κάποια στιγμή την πίεση των συμμετεχόντων. Επηρεασμένη από την μπαρόκ αισθητική της πόλης, η συζήτηση κινήθηκε εκτός των ορίων της αρμονίας, φορτωμένη, φλύαρη, επιδεικτική, με στόχο την έξαρση των συναισθημάτων και τον εντυπωσιασμό από τους συνήθεις υπόπτους και συνεχή παιχνίδια ανάμεσα στις σκιές και το φως.
    Το Σάλτσμπουργκ ήρθε απλώς να επιβεβαιώσει την απροθυμία των Ευρωπαίων για ουσιαστικές λύσεις στο προσφυγικό - μεταναστευτικό, ενώ δεν έφερε αποτελέσματα ούτε στο δεύτερο θέμα της ατζέντας, αυτό του Brexit, με Λονδίνο και Βρυξέλλες να παίζουν ένα αδιάκοπο παιχνίδι μετάθεσης ευθυνών.
    Με τον Αυστριακό καγκελάριο Κουρτς να δίνει τον τόνο από τη θέση του οικοδεσπότη, δεν περίμενε κανείς πρόοδο στο πιο κρίσιμο ζήτημα, αυτό της αναθεώρησης του κανονισμού του Δουβλίνου. Τι και εάν όλοι έχουν παραδεχτεί ότι ήταν άδικος, ρίχνοντας το βάρος στις χώρες υποδοχής;
    Τα τείχη εντός της Ε.Ε. έχουν σηκωθεί εδώ και καιρό και το παιχνίδι δεν παίζεται πλέον στον ισότιμο καταμερισμό των προσφύγων, αλλά στη θωράκιση των εξωτερικών συνόρων.
    Εδώ η Ε.Ε. μένει να εξαρτάται από τρίτους: την Τουρκία για τις ροές από Συρία και Αφγανιστάν, τη Λιβύη και την Αίγυπτο για τις ροές από την αφρικανική ήπειρο.
    Ο Σαλβίνι σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εκπομπή «Hard Talk» του BBC είπε εμμέσως πλην σαφώς ότι όλοι οι Ευρωπαίοι θέλουν το ίδιο με εκείνον - να κρατήσουν τις πόρτες τους κλειστές. Ισχύει.
    Η Μέρκελ υπό την πίεση του CSU έχει προ πολλού αλλάξει στάση, ενώ ακόμη και ο Μακρόν σταματά τους μετανάστες στα γαλλικά σύνορα. 
    Δεν χρησιμοποιούν όμως όλοι τη φοβική, ρατσιστική, διχαστική ρητορική - και έχει και αυτό τη σημασία του. Το «όλοι ίδιοι είναι» είναι μια γενίκευση που συμφέρει πάντα τα άκρα. Το γνωρίζει καλά και ο Στιβ Μπάνον.
    Ο άνθρωπος που οδήγησε τον Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ θέλει να ενώσει αυτά τα άκρα στην Ευρώπη, για να «ανατρέψει την τάξη πραγμάτων», το «κακό σύστημα» στη δική μας ήπειρο.
    Όταν ανακοίνωσε τα σχέδιά του για το ευρωπαϊκό αυτό Κίνημα, όπως το ονόμασε, κάποιοι σχολίασαν ότι θέλει να οδηγήσει σε αποσύνθεση την Ε.Ε.
    Η θλιβερή αλήθεια είναι ότι οι Ευρωπαίοι όσο συντάσσονται ή κρύβονται πίσω από τους Σαλβίνι οδεύουν ολοταχώς προς τα εκεί με ή χωρίς τη «βοήθεια» του Μπάνον

    Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

    Άκουσον μεν...

    Μπορεί η πρόταση που κατέθεσε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας για απόδοση των εισπράξεων του ΕΝΦΙΑ στους δήμους να είναι επιζήμια ή ανεφάρμοστη στην Ελλάδα.
    Ποιος όμως μπορεί να αποφανθεί γι’ αυτό πριν βάλει κάτω όλα τα δεδομένα και πριν διερευνήσει τις πιθανές εναλλακτικές αντιμετώπισης των όποιων προβλημάτων; Με το που έπεσε στο τραπέζι η ιδέα, έπεσαν βροχή τα επιχειρήματα κατά της ιδέας: «Θα ευνοηθούν οι πλούσιοι δήμοι και οι φτωχοί θα αφεθούν στην τύχη τους». «Δίδεται υπερεξουσία στους τοπικούς άρχοντες οι οποίοι θα μπορούν να… χαρατσώνουν τους δημότες κατά το δοκούν». «Δεν υπάρχει στους περισσότερους δήμους εισπρακτικός μηχανισμός, κάτι που σημαίνει ότι το εγχείρημα θα κατέληγε σε εισπρακτικό φιάσκο», είναι μερικά από τα επιχειρήματα των τελευταίων ημερών.
    Προφανώς υπάρχει βάση στην κριτική, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να εξεταστούν λύσεις. Για παράδειγμα, ένας «τοπικός ΕΝΦΙΑ» θα βοηθούσε τους πλούσιους δήμους μόνο αν ο φόρος καταλογιζόταν με βάση την αξία του ακινήτου. Αν όμως υπήρχε ένα σύστημα υπολογισμού του φόρου με βάση την επιφάνεια (αντίστοιχο με αυτό των δημοτικών τελών), ποιο θα ήταν το πρόβλημα; Όσον αφορά την έλλειψη εισπρακτικού μηχανισμού, επίσης θα μπορούσαν να υπάρχουν εναλλακτικές.
    Μήπως η ΔΕΗ δεν είναι αυτή που αναλαμβάνει σήμερα να εισπράττει τα δημοτικά τέλη για λογαριασμό των δήμων; Δεν θα μπορούσε η ΑΑΔΕ να εξακολουθήσει να επιτελεί το ίδιο έργο -από τη στιγμή μάλιστα που προωθείται και η ενοποίηση με τον εισπρακτικό μηχανισμό των ασφαλιστικών ταμείων- και να αποδίδει τους πόρους στους δήμους; Όσο για τις πιθανές αυθαίρετες αποφάσεις των δήμων, κάλλιστα θα μπορούσαν να μπουν «φραγμοί» στον νόμο που να προστατεύουν τους ιδιοκτήτες από ένα δημοτικό συμβούλιο που θα αποφάσιζε να στραφεί κατά των δημοτών.
    Η ιδέα, η οποία άλλωστε δεν ανήκει στον Κυριάκο Μητσοτάκη καθώς έχει κατατεθεί από τις πρώτες ημέρες σχεδιασμού του ΕΝΦΙΑ, ενώ έχει εφαρμοστεί και σε άλλες χώρες του εξωτερικού, είναι ότι ο δήμος γνωρίζει καλύτερα τις συνθήκες στην τοπική κτηματαγορά, όπως επίσης και τις ανάγκες που υπάρχουν.
    Θα ήταν άσχημη μια «κοινωνική συμφωνία» με τους δημότες για μια αύξηση περιορισμένης διάρκειας στον «τοπικό ΕΝΦΙΑ» ώστε να χρηματοδοτηθεί ένα έργο ανάπλασης που θα έδινε άλλο αέρα σε ολόκληρη την περιοχή;
    Ο διάλογος, η έρευνα και η ανταλλαγή επιχειρημάτων, ακόμη και αν δεν υπάρξει καμία συμφωνία στο τέλος, δεν έβλαψε ποτέ κανέναν…

    Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

    Δουλειές υπάρχουν...

    Είναι πολλά αυτά που μπορεί να κάνουν έναν πολιτικό να χάσει την ψυχραιμία του, να εκθέσει τον εκνευρισμό του, όταν βρεθεί απέναντι από τον «λαό» του. 

    Η αγορά εργασίας είναι ένα απ’ αυτά. Τα παραδείγματα απτά. Ο πρόεδρος των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών Κουρτ Μπεκ (2006-2008) είχε δώσει 
    -προ κρίσης- την εξής απάντηση σε άνεργο γενειοφόρο, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε επειδή δεν έβρισκε δουλειά: «Ξυρίσου, πλύσου, και όλα θα πάνε καλά».

    Τον Μπεκ δεν τον ξέπλυνε ούτε ο Ρήνος. Δεν ήταν ο «άνθρωπος του λαού», ο προσηνής και συμπαθής, τον οποίο οι ελίτ σνόμπαραν ως επαρχιώτη, που είχε στρίψει το τιμόνι του κόμματος από την «ατζέντα 2010» του Σρέντερ; Πού πήγε το λαϊκό προφίλ, όταν συνάντησε την πραγματικότητα;

    Εντάξει, ο ένοικος του Μεγάρου των Ηλυσίων δεν είναι το «παιδί του λαού», αλλά θέμα επαφής με την πραγματικότητα των Γάλλων και δη των νέων φαίνεται ότι έχει. «Εάν είσαι έτοιμος και έχεις κίνητρο, σε ξενοδοχεία, καφέ, όπου πάω ο κόσμος μού λέει ότι ψάχνει προσωπικό. Μπορώ να σου βρω δουλειά απλώς διασχίζοντας τον δρόμο», είπε σε άνεργο νεαρό κηπουρό, ο οποίος τον πλησίασε στο πλαίσιο εκδήλωσης στους κήπους -τι ειρωνεία- του Ελιζέ. 

    Μια ημέρα πριν, Ελληνίδα ευρωβουλευτής ήταν απηνής. «Τα επιδόματα δίνονται σε τύπους σαν τον Καρανίκα (σ.σ.: μετακλητός στο Μαξίμου), σε τεμπέληδες που φυτοζωούν χωρίς να θέλουν να εργαστούν».

    Το πρόβλημα και στις τρεις περιπτώσεις δεν είναι ότι κάποιοι πολιτικοί είναι από την Αφροδίτη, ενώ οι πολίτες από τον Άρη. Το πρόβλημα δεν είναι καν η έλλειψη ενσυναίσθησης. Δεν θέλουν τη συμπόνια κανενός οι στρατιές των ανέργων, των φτωχών και των ευάλωτων. Δουλειά θέλουν, γι’ αυτό και μια σχετική συστολή του πολιτικού κόσμου απέναντι στην πραγματικότητα, η οποία εν πολλοίς είναι και δικό τους έργο, δεν βλάπτει. 

    Βλάπτουν οι υπεραπλουστεύσεις για «αγράμματους βιομηχανικούς εργάτες», που πίνουν και καπνίζουν, οι γενικεύσεις για «τεμπέληδες» και οι διαλέξεις για «δουλειά, αρκεί να το επιλέξεις». Δεν βλάπτουν τους «μικρούς», που «δίκασες», τ’ ακούς;   

    Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

    Μετά τη ΔΕΘ, η δεύτερη φάση

    Αν δεν ζούσαμε στην Ελλάδα του συνεχούς και επιθετικού διαγκωνισμού των πολιτικών δυνάμεων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μια ιδιότυπη ευγενής άμιλλα προέκυψε από την τοποθέτηση πρωθυπουργού και αρχηγού αξιωματικής αντιπολίτευσης στη ΔΕΘ. Αναφερόμαστε στην επισήμανση μέτρων φορολογικής ελάφρυνσης και κοινωνικοασφαλιστικής αναπροσαρμογής - προς μια κατεύθυνση ελάφρυνσης. Ασφαλώς με διαφοροποιήσεις, όμως με έναν ενδιαφέροντα όμοιο πυρήνα. Άμα δει κανείς την τοποθέτηση Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, που είναι και η πιο πρόσφατη, τι βλέπει; Μετρήστε:
    Μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή (μέχρι 10.000 ευρώ) στο 9%, ΦΠΑ στην εστίαση 13% και στο τουριστικό πακέτο 11%, κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, μείωση πραγματικού συντελεστή στα επιχειρηματικά κέρδη στο 24%, ΕΝΦΙΑ κάτω κατά 30% για όλους (και με υπολογισμό/είσπραξη από τους δήμους), τριετή αναστολή ΦΠΑ στον κατασκευαστικό τομέα και έκπτωση φόρου 40%
    για τις ενεργειακές παρεμβάσεις -όλα αυτά με δέσμευση για εφεξής σταθερότητα του φορολογικού πλαισίου-, συν μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Η σύγκριση με το μενού Τσίπρα, μια βδομάδα νωρίτερα, δείχνει διαφοροποιήσεις στους συντελεστές, αλλά και διαρθρωτικές: δεν είναι μικρή υπόθεση η μετακίνηση του ΕΝΦΙΑ στους δήμους, ούτε πάλι η αναφορά στη μείωση ασφαλιστικών εισφορών, αλλά με ανταποδοτικότητα στη φάση της συνταξιοδότησης, που θα εξασφαλίζεται από τη διαμόρφωση «ατομικού λογαριασμού κάθε ασφαλισμένου», με περαιτέρω προαιρετική ιδιωτική ασφάλιση «με γενναία φορολογικά κίνητρα». Όμως ο βασικός πυρήνας είναι παρόμοιος: δείχνει κάτι που τολμούμε να ονομάσουμε συναίνεση της ανάγκης.
    Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μερίμνησε να τονίσει τα στοιχεία διαφοροποίησης, αλλά και τις κατ’ αυτόν θεμελιώδεις διαφορές στο φόντο άσκησης πολιτικής. Εκείνο που διέγνωσε ως περιορισμό κινήσεων λόγω παραμονής της χώρας εκτός αγορών («η χώρα απολύτως εκτεθειμένη στις ορέξεις των αγορών όταν τελειώσει το μαξιλάρι»), ή πάλι ως μονόπλευρο μίγμα πολιτικής με βάση την υψηλή φορολόγηση («εγκλωβισμός σε κύκλο στασιμότητας») και τούτο με σύμπλευση των δανειστών («δυστυχώς οι θεσμοί συμφώνησαν σε λάθος μίγμα πολιτικής και ιδίως σε πολιτική υπερπλεονασμάτων»). Πάντως… το κοινό υπόστρωμα ελαφρύνσεων παραμένει για όποιον θέλει να το δει.
    Επειδή όμως και ο Κυριάκος Μητσοτάκης αλλά και ο Αλέξης Τσίπρας θέλησαν να δείξουν ότι πλησιάζουν στον πυρήνα των προβλημάτων της οικονομίας, θα καταθέσουμε -κλείνοντας τις ημέρες ΔΕΘ- μια αρκετά διαφορετική ανησυχία:
    Έπειτα από μακρό διάστημα όπου το ισοζύγιο, η «άλλη» πλευρά του δίδυμου ελλείμματος της ελληνικής οικονομίας είχε πάψει να αποτελεί πονοκέφαλο (δημοσιονομικό έλλειμμα που με τα άγρια μέτρα των μνημονίων μετατράπηκε όχι απλώς σε πρωτογενές πλεόνασμα αλλά στιγμές-στιγμές και σε συνολικό δημοσιονομικό πλεόνασμα - έλλειμμα στο ισοζύγιο όπου η συμπίεση της ζήτησης, αλλά και η ανάκαμψη των εξαγωγών, βάσει ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας είχε διορθώσει την εικόνα), κάποια ερωτηματικά άρχισαν να προκύπτουν και πάλι. Είχε ήδη χτυπήσει το καμπανάκι το ΙΟΒΕ, άλλωστε... Ενώ δηλαδή η πορεία στους πρώτους μήνες -5μηνο- συνέχιζε να είναι θετική, με τις εισαγωγές να υπερσυγκρατούνται (μικρή αύξηση κατά 2,2% συμπιεζόμενη σε μείωση -1,2% χωρίς τα πετρελαιοειδή, που πάντα χρειάζονται διαφορετική προσέγγιση με δεδομένο τον ρόλο της διύλισης στην ελληνική οικονομία) και τις εξαγωγές να πηγαίνουν καλά (αύξηση 14,4%, χωρίς τα πετρελαιοειδή 18,4%), η συνέχεια έφερε κάποιον προβληματισμό.
    Ο Ιούλιος διατάραξε κάπως την πορεία με το 7μηνο να δίνει εισαγωγές αυξημένες κατά 7,5% -χωρίς τα πετρελαιοειδή 1,9%-, ενώ οι εξαγωγές συνέχιζαν αυξητικά αλλά με ένα +16,5% - χωρίς τα πετρελαιοειδή +13%. Η συνολική εικόνα είναι λιγότερο σαφής άμα χειριστεί κανείς χωριστά το στοιχείο εκείνο εισαγωγών/εξαγωγών που καταγράφεται ως «πλοία», όπου το ένα μεν σκέλος -οι εισαγωγές- επηρεάζει τις συνολικά καταγραφόμενες επενδύσεις (όπου μέρος της πρόσφατης λαχτάρας από πτωτική καταγραφή αναγόταν σε παλιότερη σοβαρή άνοδο αυτής της κατηγορίας), ενώ το άλλο -οι εξαγωγές- αντικατοπτρίζει μια κάποια αναγέννηση της ναυπηγικής δραστηριότητας.
    Όπως κι αν έχει το πράγμα, το ενδεχόμενο αποσταθεροποίησης του εμπορικού ισοζυγίου είναι κάτι που καλό θα ήταν να έχει κρατηθεί απ’ όλους όσοι σχεδιάζουν εκείνο που λέγεται «μεταμνημονιακή οικονομική πολιτική», πέρα και (ίσως) πάνω από την τήρηση των δημοσιονομικών δεσμεύσεων. Άλλωστε μόλις προ ημερών ο Κωστής Χατζηδάκης, σε συζήτηση/αντιπαράθεση απόψεων με τον Στέργιο Πιτσιόρλα, παρατηρούσε ότι στο διάστημα από το 2010 μέχρι σήμερα μπορεί οι ελληνικές εξαγωγές να αυξήθηκαν, αλλά… ο ρυθμός βελτίωσής τους δεν έπαψε να υπολείπεται του ρυθμού αύξησης του διεθνούς εμπορίου - των «έξι». 
    Άμα λοιπόν η μέριμνα για την ανταγωνιστικότητα αληθινά αρχίζει να ριζώνει στην «Ελλάδα-μετά-τα-μνημόνια», αυτή η διάσταση θα χρειαζόταν να φωτισθεί περισσότερο.   

    H απόσταση από τα λόγια στα έργα

    Με κεντρικό σύνθημα το «Μπορούμε» ο πρόεδρος της Ν.Δ., Κυριάκος Μητσοτάκης, έστειλε μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση ότι η Ελλάδα μπορεί να γυρίσει σελίδα στο αύριο, με μια συλλογική προσπάθεια.
    Το θέμα όμως είναι, όχι αν οι πολίτες «Μπορούμε», αλλά εάν οι κυβερνώντες και γενικότερα ο πολιτικός κόσμος της χώρας θέλει…
    Ειδικότερα δε, αν θα μπορεί, γιατί θεωρούμε δεδομένο ότι θέλει, ο πρόεδρος της Ν.Δ. να προχωρήσει σε όσα εξήγγειλε στη ΔΕΘ όταν, και εφόσον, περάσει την πόρτα του Μεγάρου Μαξίμου.
    Γιατί από τα λόγια στις πράξεις είναι πολύ μακρύς ο δρόμος και δύσκολος. Εξάλλου, οι δεσμεύσεις έναντι των εταίρων μας είναι δεσμεύσεις και τυχόν μονομερείς ενέργειες θα έχουν αναμφισβήτητα αρνητικά αποτελέσματα για την οικονομία και την κοινωνία.
    Ακόμη κι αν υπάρχει η πολιτική βούληση, τίποτα δεν είναι απλό. Τίποτα δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται χρόνος και σκληρή διαπραγμάτευση, γιατί υπάρχουν υπογραφές στα μνημόνια. Οι πράξεις λοιπόν πρέπει να είναι άμεσες, γιατί εάν ο χρόνος περάσει, τότε θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση που μπορεί να φέρει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
    Αλλά και η διαπραγμάτευση θα είναι σκληρή και άνιση, για τον πολύ απλό λόγο ότι οι δανειστές και εταίροι μας είναι της λογικής τού πάρε - δώσε. Μπορεί να συμφωνήσουν στο οικονομικό πρόγραμμα Μητσοτάκη, αλλά θα ζητήσουν ανταλλάγματα. Και σίγουρα η περιστολή των κρατικών δαπανών, που υπολογίζεται σε 2 δισ. ευρώ για την επόμενη διετία, δεν θα τους αρκεί. Ούτε φυσικά, όπως ανέφερε χθες ο πρόεδρος της Ν.Δ., ότι η μείωση φόρων και εισφορών θα δημιουργήσει φορολογική συνείδηση.
    Όσο ότι θα συμβάλουν τα συγκεκριμένα  μέτρα στην αύξηση των εσόδων, κυρίως από τον ΦΠΑ, δεν είναι της λογικής τού περίμενε και… θα δούμε. Καλώς ή κακώς, δεν τους αρκούν αυτά, αφού έχουμε αποδείξει ότι δεν είμαστε και τα «καλύτερα» παιδιά στην Ευρωζώνη.
    Άριστη λοιπόν η άρση των capital controls, θετική η μείωση των φορολογικών συντελεστών για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, του ΦΠΑ στην εστίαση και στον τουρισμό, του ΕΝΦΙΑ, των ασφαλιστικών εισφορών.
    Με ποιο αντιστάθμισμα όμως; Σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να απαντήσει άμεσα η Ν.Δ. για να μην υπάρχουν σκιές στο πρόγραμμά της. Σίγουρα είναι κοστολογημένο, αν και ο κ. Μητσοτάκης απέφυγε χθες να αναφέρει το ύψος του «πακέτου», όμως θα πρέπει να παρουσιάσει και τα… ισοδύναμα. Η εξίσωση είναι πολύ δύσκολη και οι αγκυλώσεις και παθογένειες του δημόσιου βίου τεράστιες. Ας μην μπερδεύεται λοιπόν κανείς, εμείς «Μπορούμε» για τα καλύτερα. Εσείς;

    Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

    Ομιλία για την Κατάσταση της Διάσπασης

    «Ο άνεμος πνέει και πάλι ούριος για την Ευρώπη. Αλλά δεν θα προχωρήσουμε αν δεν εκμεταλλευτούμε τον άνεμο αυτό. [...] Θα πρέπει να χαράξουμε την πορεία μας για το μέλλον». Αυτά έλεγε στην περσινή ομιλία του για την Κατάσταση της Ένωσης ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, καθώς το 2017 βρήκε την ευρωπαϊκή οικονομία σε δυναμική ανάπτυξη και το πολιτικό ρίσκο σε σχετική ύφεση. 
    Χρειάστηκε μόλις ένας χρόνος και μερικές κρίσιμες πολιτικές αναμετρήσεις, για να εστιάσει φέτος ο πρόεδρος της Κομισιόν στη θύελλα του εθνικισμού. Οι φωνές των άκρων είναι και πάλι ενισχυμένες και η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης αμφισβητείται εντονότερα από ποτέ. 
    Η φετινή ομιλία συνέπεσε με το «πράσινο» του Ευρωκοινοβουλίου στην ενεργοποίηση του άρθρου 7 για την Ουγγαρία, που κατηγορείται για υπονόμευση των ευρωπαϊκών αξιών και του κράτους δικαίου. Η ιστορική αυτή απόφαση σηματοδοτεί την απόφαση να μπει ένα «φρένο» στον αυταρχισμό τύπου Όρμπαν, αλλά θα μπορούσε και να διευρύνει το ρήγμα Ανατολής - Δύσης. 
    Η Ιταλία την ίδια ώρα έχει σηκώσει και αυτή τη σημαία του μεταναστευτικού, βρίσκοντας αρκετούς υποστηρικτές από τον Ζεεχόφερ στη Γερμανία έως και τον Κουρτς στην προεδρεύουσα Αυστρία. 
    Στη Γερμανία πλησιάζουν κρίσιμες τοπικές κάλπες, που θα μπορούσαν να δώσουν περαιτέρω ώθηση στο ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα, ενώ και το πρόσφατο αποτέλεσμα των εκλογών στη Σουηδία, χωρίς να εκπλήσσει κανέναν, έστειλε επίσης ηχηρό μήνυμα σε αυτή την κατεύθυνση. 
    Πλησιάζει δε και η μάχη των προϋπολογισμών και ας μη νομίζει κανείς ότι είναι μόνο η Ρώμη, που θα παίξει μπρα ντε φερ με τις Βρυξέλλες. Και άλλοι γυμνάζουν τους βραχίονές τους, καθώς οι φωνές που συνολικά ζητούν περισσότερη «ανεξαρτησία» και επιστροφή στο «εθνικό» πληθαίνουν. Όσο για τις διαπραγματεύσεις για το Brexit, αποκαλύπτουν με τον καλύτερο τρόπο την ισχύ των σκληροπυρηνικών.
    Η φετινή ομιλία Γιούνκερ ίσως θα έπρεπε να λέγεται για την «Κατάσταση της Διάσπασης» (State of Disunion), σχολίαζε καυστικά το Bloomberg. 
    «Για να αγαπήσει κανείς την Ευρώπη πρέπει να αγαπήσει τα έθνη της. Για να αγαπήσει κανείς την πατρίδα του πρέπει να αγαπά την Ευρώπη» είπε ο Γιούνκερ, καλώντας σε ενότητα. Και ίσως θα έπρεπε να ξαναθυμίσει τα λόγια του Μαρκ Τουέιν, που επικαλέστηκε και πέρυσι: Σε μερικά χρόνια από τώρα θα είμαστε πιο απογοητευμένοι για όσα δεν κάναμε, παρά για όσα κάναμε.

    Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

    Μετεξεταστέοι μετά το κραχ

    Την άνοιξη του 2007 όλα έδειχναν ότι η κρίση θα περιοριζόταν στην αγορά ακινήτων των ΗΠΑ. Τον Απρίλιο του 2007, όταν έσκασε η αγορά στεγαστικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης με τη χρεοκοπία αρχικά της επενδυτικής τράπεζας New Century Financial, ανησύχησαν μόνο οι μυημένοι. Ακόμη, όμως, και στις 15 Σεπτεμβρίου του 2008 που βούλιαξε ο κολοσσός, κανείς δεν ήταν πιο σοφός. Επικρατούσε πλήρης άγνοια για το «δέον γενέσθαι».
    Αν ο τότε επικεφαλής της Fed Μπεν Μπερνάνκι δεν υποτιμούσε την κρίση στην αγορά ακινήτων, αν πολιτικοί και κεντρικοί τραπεζίτες ήταν τεχνίτες, αν είχαν γίνει ενέργειες ώστε να αποτραπεί η χρεοκοπία της Lehman, αν ο τότε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Χένρι Πόλσον, πρώην επικεφαλής της επενδυτικής τράπεζας Goldman Sachs, δεν ήταν άσπονδος εχθρός του επικεφαλής της Lehman Ρίτσαρντ Φαλντ, αν... αν... αν... η παγκόσμια οικονομία δεν θα παρασυρόταν σε βαθιά ύφεση, οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν θα ενισχύονταν με δισεκατομμύρια από την «τσέπη» των φορολογουμένων, που ξαναπλήρωσαν τον λογαριασμό με λιτότητα, η «θωρακισμένη» δεν θα παράδερνε στις αγορές χαμένη και στα μνημόνια δεμένη.
    Ποιος τα λέει αυτά; Υποθέσεις, που μένουν υποθέσεις για το απέραντο εργοτάξιο των χρηματαγορών. Το θέμα είναι τι συνέβη μετά το κραχ και αν το πάθημα έγινε μάθημα. Ο Μάρτιν Γουλφ στους «Financial Times» δεν βλέπει λιμάνι. «Προσπάθησαν να μας γυρίσουν στο παρελθόν. Για να είμαστε δίκαιοι σε ένα καλύτερο παρελθόν. Λίγοι αμφισβήτησαν την αξία των τεράστιων μεγεθών δραστηριότητας του χρηματοοικονομικού τομέα που εξακολουθούμε να έχουμε ή αναγνώρισαν τους κινδύνους περαιτέρω μεγάλων χρηματοπιστωτικών κρίσεων.
    Δεν είναι να απορείς γιατί οι λαϊκιστές είναι τόσο δημοφιλείς, δεδομένης αυτής της αδράνειας, χωρίς να αναφέρουμε τη θλιβερή εμπειρία που είχαν τόσο πολλοί πολίτες μετά την κρίση και, σε σημαντικές περιπτώσεις, πριν απ’ αυτή. Η επίμονη πίστη στην προ κρίσης συμβατική σοφία είναι εντυπωσιακή. Μια καλύτερη εκδοχή του προ 2008 κόσμου απλώς δεν φτάνει. Οι άνθρωποι θέλουν καλύτερο μέλλον». Οι άνθρωποι θέλουν να είναι παρόντες.

    Πιόνια και άγρυπνοι φρουροί στη σκακιέρα των επιτοκίων

    Την πρώτη κίνηση στη σκακιέρα την έκανε η Τουρκία, κηρύσσοντας πόλεμο στα… επιτόκια. Ο πρόεδρος Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν κρύβει ότι είναι από τους χειρότερους εχθρούς των υψηλών επιτοκίων. Και φροντίζει το μήνυμά του να φθάνει και στην τουρκική κεντρική τράπεζα.
    Τη σκυτάλη παίρνει ο Βλαντιμίρ Πούτιν, καθώς η προοπτική ακριβότερου κόστους δανεισμού φαίνεται να δοκιμάζει την υπομονή του Ρώσου προέδρου. Η ισχυρή κυρία της ρωσικής κεντρικής τράπεζας, Ελβίρα Ναμπιούλινα,  προσανατολίζεται σε αύξηση επιτοκίων, για πρώτη φορά από το 2014. Τα σχέδια της Ναμπιούλινα έρχονται κόντρα στις επιθυμίες του Κρεμλίνου. Ο οικονομικός σύμβουλος, Αντρέι Μπελούσοφ, αν και παραδέχεται ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που δικαιολογούν αύξηση στο κόστος χρήματος, υπογραμμίζει ότι ένα τέτοιο βήμα δεν θα ήταν διόλου επιθυμητό.
    Για τους επενδυτές που ήδη έχουν τρομάξει από τη νομισματική κρίση στην Τουρκία, ακόμη και η υπόνοια πολιτικής ανάμιξης στις αποφάσεις των νομισματικών αρχών θα μπορούσε να πυροδοτήσει κύμα εξόδου. Η τουρκική λίρα καταρρέει και η κεντρική τράπεζα παραμένει σε μεγάλο βαθμό αμέτοχος θεατής. Τον Ιούλιο, διατήρησε αμετάβλητο το βασικό επιτόκιο στο 17,75%, παρά τις προσδοκίες για το αντίθετο. Μπροστά στα στοιχεία για εκτόξευση του πληθωρισμού σε υψηλά 15ετίας τον Αύγουστο, αρκέσθηκε στη φραστική δέσμευση ότι θα επιδιώξει τη διαφύλαξη της σταθερότητας των τιμών. Η λίρα από τις αρχές του έτους έχει χάσει πάνω από το 40% της αξίας της, κλονίζοντας τα θεμέλια της τουρκικής οικονομίας. Τα βλέμματα στρέφονται στην αυριανή συνεδρίαση. Οι πρόσφατες δεσμεύσεις έχουν υψώσει τον πήχυ, με προσδοκίες για μια γενναία αύξηση.
    Μία ημέρα αργότερα συνεδριάζει η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας. Παρότι το ενδεχόμενο νομισματικής σύσφιγξης είναι στην ατζέντα, οι αναλυτές προβλέπουν στάση αναμονής. Η νομισματική κρίση που άρχισε στην Τουρκία και μεταδίδεται στις πιο ευάλωτες αναδυόμενες οικονομίες χτυπάει και το ρούβλι, που έχει υποχωρήσει σε χαμηλά δυόμισι ετών. Στη νομισματική κρίση του 2014, το ρούβλι είχε υποστεί τη μεγαλύτερη πτώση από το 1998 και η κεντρική τράπεζα επιχείρησε τη στήριξή του, αυξάνοντας το βασικό επιτόκιο από το 10,5% στο 17%. Τότε, το Κρεμλίνο είχε δείξει εμπιστοσύνη στους χειρισμούς της κεντρικής τράπεζας. Θα πρέπει και τώρα να κάνει το ίδιο, ώστε να μην χάσει την τόσο εύθραυστη εμπιστοσύνη των επενδυτών.
    Δεν είναι παράξενο σε χώρες με αυταρχικούς ηγέτες, όπως η Τουρκία του Ερντογάν και η Ρωσία του Πούτιν, να υπονομεύεται η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών. Όταν όμως συμβαίνει κάτι τέτοιο στον ανεπτυγμένο κόσμο, κλονίζονται τα θεμέλια αξιοπιστίας και θολώνουν οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ πολιτικών συμφερόντων και ακεραιότητας. Ο πρόεδρος Τραμπ εξέφρασε ανοικτά τη δυσαρέσκειά του με τη γραμμή της Φέντεραλ Ριζέρβ για αυξήσεις επιτοκίων, εισβάλλοντας στο «άβατο» της νομισματικής πολιτικής.
    Σε έναν κόσμο που άγεται και φέρεται από τις δυνάμεις του προστατευτισμού και του λαϊκισμού, οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να παραμείνουν άγρυπνοι φρουροί. Και όχι «πιόνια» των εκάστοτε κυβερνώντων.