Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

Ο καπιταλισμός νοσεί και η Δύση αναζητεί πορεία Σε Ευρώπη και ΗΠΑ οι πολίτες επαναστατούν και οδηγούνται σε ακραίες επιλογές

Η γηραιά ήπειρος σε αναβρασμό. Οι ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις «φωνάζουν» ολοένα και πιο δυνατά σε πλατείες και στην κάλπη, η μπότα της ακροδεξιάς προελαύνει και το διχαστικό δίπολο του λαϊκισμού «καλός λαός - κακές ελίτ» κερδίζει έδαφος. Η απογοήτευση των μεσαίων και χαμηλότερων οικονομικά στρωμάτων, το αίσθημα της αδικίας και της ανασφάλειας, η ανάγκη για τείχη, που θα θωρακίσουν από απειλές, εντείνονται.
Η εικόνα παρόμοια, αν και με τα δικά της ειδικά χαρακτηριστικά, και στις ΗΠΑ, όπου οι πολίτες εξέλεξαν έναν δισεκατομμυριούχο μεγιστάνα του real estate και σταρ της trash tv για να πολεμήσει το «σύστημα», να δώσει φωνή στους «ξεχασμένους». Όλα αυτά πηγάζουν από μια γενικευμένη αίσθηση ότι η οικονομία έχει πάψει να υπηρετεί το κοινό καλό ή έστω το συμφέρον των πολλών. Ο καπιταλισμός «νοσεί» προειδοποιούν ακόμη και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του και τα ερωτήματα είναι δύο: ποιος ιός τον έχει προσβάλει και υπάρχει «φάρμακο»; 
«Νομίζω ότι ο καπιταλισμός είναι υπό σοβαρή απειλή, γιατί σταμάτησε να προσφέρει στους πολλούς. Και από τη στιγμή που αυτό συμβαίνει, οι πολλοί επαναστατούν κατά του καπιταλισμού» δήλωνε στο BBC o Ραγκουράμ Ρατζάν, πρώην κεντρικός τραπεζίτης της Ινδίας.
Στην εποχή των ανοιχτών συνόρων, του ελεύθερου εμπορίου και της ραγδαίας τεχνολογικής προόδου εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι στον λεγόμενο αναπτυσσόμενο και αναδυόμενο κόσμο βγήκαν από τη φτώχεια, αλλά και άλλοι τόσοι στον ανεπτυγμένο ένιωσαν να «παγιδεύονται» σε μία κατάσταση χωρίς προοπτική. Η απόσταση ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές χώρες περιορίστηκε, αλλά στο εσωτερικό των χωρών οι ψαλίδες άνοιξαν. Το διευρυνόμενο χάσμα δεν είναι αποκλειστικά εισοδηματικό, είναι γεωγραφικό, ανάμεσα στις μητροπόλεις και στην επαρχία και ταυτόχρονα μορφωτικό.
Κάποτε, εξηγεί ο Ρατζάν στο βιβλίο του «The Third Pillar: How Markets and the State Leave Community Behind» (O Τρίτος Πυλώνας: Πώς οι αγορές και το Κράτος αφήνουν την Κοινότητα Πίσω), μπορούσε κανείς να αποκτήσει μία μεσαίου εισοδήματος θέση με μία μέτρια εκπαίδευση. Σήμερα για να πετύχει κανείς, πρέπει να έχει την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση. Αλλά σε αυτήν δεν έχουν όλοι ίσες ευκαιρίες πρόσβασης. Οι κοινότητες που επλήγησαν σε μεγαλύτερο βαθμό από τις δυνάμεις του παγκόσμιου εμπορίου και της αυτοματοποίησης είναι εκείνες που τείνουν να βλέπουν το επίπεδο των σχολείων τους να φθίνει και την ποιότητα του περιβάλλοντος και των κοινωνικών υπηρεσιών να επιδεινώνεται.
Ο Πολ Κόλιερ στο πολυσυζητημένο «The Future of Capitalism» περιγράφει κάτι αντίστοιχο. «Βαθιές ρωγμές σκίζουν τον ιστό των κοινωνιών μας. Φέρνουν νέες αγωνίες και νέα οργή στους ανθρώπους, νέα πάθη στην πολιτική… Οι κοινωνικές βάσεις αυτών των αγωνιών είναι γεωγραφικές, εκπαιδευτικές και ηθικές». Οι πιο βαθιές ρωγμές σύμφωνα με τον Κόλιερ είναι αυτές μεταξύ των υψηλού μορφωτικού επιπέδου και των λιγότερο μορφωμένων πολιτών, μεταξύ των κοσμοπολίτικων μητροπόλεων και των επαρχιών, που παρακμάζουν.
Το άγχος, την ανασφάλεια και την απόγνωση που δημιούργησαν αυτή την κατάσταση θέλησαν να εκμεταλλευθούν «τσαρλατάνοι» της Δεξιάς και της Αριστεράς, γράφει ο Βρετανός οικονομολόγος, κατηγορώντας τους πρώτους για υπερβολική εμπιστοσύνη στις μη ρυθμισμένες αγορές και τους δεύτερους για υπερβολική εμπιστοσύνη στο κράτος.
Με ένα προσωπικό παράδειγμα ο Κόλιερ δίνει ξεκάθαρα το πώς το χάσμα περνάει από γενιά σε γενιά και γιγαντώνεται. Εκείνος και η ξαδέλφη του γεννήθηκαν την ίδια ημέρα και έως τα 14 χρόνια τους οι ζωές τους προχωρούσαν σε απόλυτο συγχρονισμό. Ήταν και οι δύο τα παιδιά γονιών χωρίς μόρφωση, που είχαν όμως μία θέση σε σχετικά καλά σχολεία. Ο πρόωρος θάνατος του πατέρα της ξαδέλφης του ήταν το γεγονός, που σηματοδότησε την έναρξη των αποκλίσεων. Εκείνη έμεινε έγκυος σε εφηβική ακόμη ηλικία με τις δυσκολίες και τα εμπόδια, που αυτό συνεπάγεται. Ο Κόλιερ το ίδιο διάστημα εξασφάλιζε υποτροφία για την Οξφόρδη. Από εκεί συνέχισε την ακαδημαϊκή του καριέρα σε Χάρβαρντ και Παρίσι, αναγνωρίστηκε διεθνώς το έργο του και εξασφάλισε σειρά τιμητικών διακρίσεων.
Στα 17 έτη τους οι κόρες της ξαδέλφης του είχαν γίνει και εκείνες μητέρες. Στα 17 του ο γιος του έπαιρνε την πρώτη του υποτροφία. «Από τη στιγμή που αρχίζει η απόκλιση αποκτά τη δική της δυναμική» σχολιάζει ο οικονομολόγος. Το χάσμα πυροδοτεί ένα τυχαίο γεγονός. Δεν θα έπρεπε όμως το κράτος σε κεντρικό ή περιφερειακό επίπεδο να είναι εκεί για να φροντίσει να κλείσει;
Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας
Ο Κόλιερ αποδίδει την αποτυχία του συστήματος στα «σύγχρονα οικονομικά», που υποθέτουν ότι όλα τα άτομα είναι ιδιοτελή και χωρίς ρίζες και προωθούν μία παγκοσμιοποίηση χωρίς κανόνες και κατεύθυνση, αλλά και σε μία μετάλλαξη των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας. Μετά το B Παγκόσμιο Πόλεμο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη ήταν εκείνα, που έθεσαν σε εφαρμογή πραγματιστικές πολιτικές οι οποίες ανταποκρίνονταν στα άγχη και τις αγωνίες των κοινωνιών της εποχής. Καθιέρωσαν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, συντάξεις, δωρεάν εκπαίδευση, κανόνες στην αγορά εργασίας, ένα νομοθετικό πλαίσιο, που μπορούσε να αλλάξει προς το καλύτερο τις ζωές. Οι πολιτικές αυτές αποδείχθηκαν τόσο σημαντικές, ώστε κεντρο-αριστερά και κεντροδεξιά κόμματα εναλλάσσονταν στην εξουσία, αλλά εκείνες διατηρούνταν.
Πώς έφτασε λοιπόν να είναι σήμερα η σοσιαλδημοκρατία σε υπαρξιακή κρίση; Ο Κόλιερ περιγράφει την παγίδευσή της σε έναν ιδιότυπο ελιτισμό. «Ο λόγος είναι ότι απομακρύνθηκαν από τις ρίζες τους, δεν υπηρετούσαν πια τις ανάγκες των κοινοτήτων, αλλά κατελήφθησαν από μία εντελώς διαφορετική ομάδα, της οποίας η επιρροή έφτασε να είναι δυσανάλογα μεγάλη: τους διανοούμενους της μεσαίας τάξης» γράφει. Ο συγγραφέας ανήκει και ο ίδιος στην ομάδα αυτή, οπότε δεν έχει κάτι εναντίον της. Υποστηρίζει, ωστόσο, πως η δυσανάλογη επιρροή της είχε ως αποτέλεσμα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να ξεχάσουν τις ανάγκες οικογενειών και κοινοτήτων, τα προβλήματα των καθημερινών ανθρώπων και να εστιάζουν ολοένα και περισσότερο στη διεκδίκηση δικαιωμάτων για κοινωνικές μειοψηφίες,  φτάνοντας στο σημείο να «προωθούν νέες ‘ομάδες θυμάτων’, που επιζητούσαν προνομιακή μεταχείριση».
Θα ήταν άδικο να πούμε ότι η στήριξη μειονοτήτων και ο δικαιωματισμός είναι το πρόβλημα. Ωστόσο η απουσία προτάσεων για όσους αισθάνονται τις παρενέργειες μίας άναρχης παγκοσμιοποίησης και τις ολοένα και διευρυνόμενες ανισότητες στο εσωτερικό των πλούσιων χωρών έστρεψε τους λεγόμενους «ξεχασμένους» σε εκείνους, που μιλούσαν για αυτούς: στον Τραμπ, τη Λεπέν, τον Σαλβίνι.
Και οι αγορές που τρέχουν
Τις ανισότητες έθρεψε και η επιλογή των κυβερνήσεων να αφήσουν στις κεντρικές τράπεζες το μεγάλο βάρος της διαχείρισης της οξύτατης πιστωτικής κρίσης, που ξέσπασε το 2008 και μετεξελίχθηκε σε κρίση χρέους και βαθιά κοινωνικο- οικονομική κρίση από  το 2010 στην Ευρωζώνη.  Η υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική απέτρεψε τα χειρότερα για τις οικονομίες, αλλά έδωσε την μεγάλη ώθηση στις αγορές. Το ξέφρενο ράλι των μετοχών και άλλων στοιχείων ενεργητικού, του οποίου οι ταχύτητες ήταν πολλαπλάσιες εκείνων της οικονομικής ανάπτυξης, άνοιξε περαιτέρω την ψαλίδα υψηλών και χαμηλών εισοδημάτων, αφού  μετοχές έχουν στην κατοχή τους κυρίως τα πρώτα, όπως επισημαίνει και στο «Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα» ο Τομά Πικετί. 

Για την αμερικανική οικονομία, η ύφεση της διετίας 2008-09 ήταν η βαθύτερη από το 1945 και η μακροβιότερη από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης (Great Depression). Ωστόσο έως το 2011 το ΑΕΠ των ΗΠΑ είχε ανακτήσει το χαμένο έδαφος και έκτοτε συνέχισε να μεγεθύνεται σταθερά. Η Ευρωζώνη είδε την οικονομία της να συρρικνώνεται το 2009 πολύ περισσότερο από των ΗΠΑ (-4,4% έναντι -2,8%). Και ενώ ανέκαμψε με ρυθμούς πολύ κοντά σε εκείνους της αμερικανικής τη διετία 2010-2011, το 2012-13, που στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ανέβαζαν ταχύτητα, επέστρεφε σε ήπια ύφεση. Ακολούθησαν λίγα χρόνια δυναμικής ανάκαμψης και από πέρυσι είμαστε και πάλι σε απότομη επιβράδυνση. Σήμερα το αμερικανικό ΑΕΠ είναι περίπου 19% υψηλότερο από ό,τι στις αρχές του 2008, την ώρα που της Ευρωζώνης είναι μόλις 10%. Η Ελλάδα έχει ακόμη μαραθώνιο να διανύσει για να φτάσει στα προ κρίσεως επίπεδα.
Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα για το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Στη Γερμανίααυξήθηκε κατά περισσότερο από 15% την περίοδο 2008-2014. Εκείνη η περίοδος ήταν, ωστόσο, ιδιαίτερα επώδυνη για τις χώρες του Νότου. Τα νοικοκυριά στην Ιταλία, τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ, είδαν το διαθέσιμο εισόδημά τους να υποχωρεί κατά 4%. Στην Κύπρο έχασαν το 22% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, ενώ στην Ελλάδα, με το μαχαίρι σε μισθούς / συντάξεις και τις φοροαυξήσεις, το 25% του εισοδήματος έκανε φτερά. Έρευνα για την περίοδο 2008-2013 είχε επίσης δείξει ότι η κατανάλωση των νοικοκυριών έκανε βουτιά 27,9% στην Ελλάδα, 12,2% στην Πορτογαλία,περίπου 9% στην Ισπανία, 6,1% στην Ιταλία και 2% συνολικά στη νομισματική ένωση. Έκτοτε ανακάμπτει με πολύ αργά βήματα.

Η εικόνα στις αγορές από την άλλη είναι πολύ διαφορετική. Ο Dow Jones και ο S&P 500 κινούνται περίπου 300% υψηλότερα από το ναδίρ στο οποίο είχαν διολισθήσει τον Μάρτιο του 2009. Στην Ευρώπη οι αγορές βίωσαν περισσότερες αναταράξεις και αιμορραγίες, αλλά και πάλι είναι 120% υψηλότερα σε σχέση με εκείνη την περίοδο.
Και τώρα τι; 
Για τον Ραγκουράμ Ρατζάν έχουμε να κάνουμε με μια «στρεβλή», όχι πραγματική αξιοκρατία, στην οποία μια ελίτ, που είχε περισσότερες ευκαιρίες για τις κατάλληλες σπουδές και την επαγγελματική εξέλιξη ελέγχει και το κράτος και τις αγορές. Η λύση, πιστεύει, είναι να δοθεί και πάλι ο λόγος στις κοινότητες. Είναι αμφίβολο, όμως, σε ποιο βαθμό αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει στην Ευρώπη, χωρίς τη στήριξη του κεντρικού κράτους.
Για τον Κόλιερ η απάντηση βρίσκεται σε μια «ηθική» και τεχνική μεταρρύθμιση. Προτείνει την αποκατάσταση της πίστης στις κοινές υποχρεώσεις και την αμοιβαιότητα σε όλα τα επίπεδα: παγκόσμιο, εθνικό, εταιρικό, οικογενειακό. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, πιστεύει, ένας νέος πατριωτισμός θα αναπτυχθεί, που θα στηρίζει τις κοινωνίες, αλλά και θα ενώνει αντί να φέρνει σε αντιπαράθεση τις χώρες. Η θεωρία απέχει όμως συχνά από τη δράση. Και η τελευταία δεν έχει το περιθώριο να αργήσει πολύ ακόμη.

Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

Ένα σκάνδαλο, πολλές ανισότητες

Ένα σκάνδαλο, που δεν αφορά συναλλαγές του Ντόναλντ Τραμπ, παρεμβάσεις ξένων δυνάμεων στις εκλογές ή υποθέσεις κατασκοπείας, κυριαρχεί αυτό το διάστημα στα αμερικανικά Μέσα και συγκλονίζει την κοινή γνώμη. Οι αρχές εξάρθρωσαν το μεγαλύτερο δίκτυο δωροδοκιών για εισαγωγή σε πανεπιστήμια, απαγγέλοντας κατηγορίες εις βάρος δεκάδων προσώπων, που βοηθούσαν ενδιαφερόμενους να αγοράσουν μία θέση στο Γέιλ, το Στράτφορ ίγων και πλουσίων. Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, αφού τα αμερικανικά πανεπιστήμια φημίζονται και για το πολύ ισχυρό σύστημα υποτροφιών τους, που δίνει τη δυνατότητα σε δυνατά μυαλά ή ξεχωριστούς αθλητές να προχωρήσουν ανεξάρτητα από την οικονομική τους θέση.
Ωστόσο, είναι επίσης γνωστό πως λιγότερο δυνατά μυαλά έχουν τη δυνατότητα να κερδίσουν μία θέση, εάν το επίθετό τους είναι αρκετά ηχηρό, εάν οι γονείς τους έχουν καταθέσει μία μεγάλη προσφορά στο πανεπιστήμιο ή με άλλο νόμιμο, αλλά όχι απαραίτητα αξιοκρατικό, τρόπο. Κάπως έτσι είχε πετύχει την εισαγωγή στο Χάρβαρντ ο γαμπρός του Τραμπ, Τζάρετ Κούσνερ.
Δεν είναι όμως μόνο θέμα αξιοκρατίας και ίσων ευκαιριών για όλους. Είναι ένα θέμα βαθιά πολιτικό και αυτό το γνωρίζουν όσοι έχουν δει τα επιμέρους στοιχεία για όλα αυτά τα εκλογικά αποτελέσματα των τελευταίων ετών, που ήρθαν ως δυσάρεστη έκπληξη ή ήταν τουλάχιστον άβολα, ακόμη και εάν δεν αιφνιδίασαν.
Οι χαμηλότερης εκπαίδευσης ψηφοφόροι στήριξαν με θέρμη τον Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, το Brexit στη Βρετανία, τη Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία. Όχι γιατί «καταλάβαιναν λιγότερα», όπως κάποιοι είχαν σχολιάσει. Αλλά γιατί αυτοί ένιωσαν ξεχασμένοι από το σύστημα, απειλημένοι από την παγκοσμιοποίηση και τη μεταφορά θέσεων χαμηλής ειδίκευσης σε χώρες του εξωτερικού ή την αυτοματοποίηση. Το χάσμα ήταν και γεωγραφικό, με τις επαρχίες των λιγότερων ευκαιριών να ψηφίζουν πολύ διαφορετικά από τα μητροπολιτικά κέντρα.
Το χάσμα αυτό πρέπει να βρουν τρόπο να κλείσουν τα παραδοσιακά κόμματα Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς, αν δεν θέλουν να συνεχίσουν να βλέπουν τα άκρα να παίρνουν κεφάλι.

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

H Eυρωζώνη και ο Μητσοτάκης

Θα περίμενε κανείς ότι ένας φιλελεύθερος πολιτικός, ο οποίος πιστεύει στην ελεύθερη αγορά, στην αξιολόγηση του δημόσιου τομέα, στις ιδιωτικές επενδύσεις και στις δυνατότητες που προσφέρει το σύστημα των διεθνών κεφαλαιαγορών, θα είχε την εύνοια της Ευρωζώνης. Τουλάχιστον σε σύγκριση με έναν πολιτικό που διαμηνύει ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι απονέμουν τα εύσημα στον Αλέξη Τσίπρα για τη στροφή 180ο από το πρώτο 6μηνο του 2015 και ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η επιφυλακτικότητα της Ευρωζώνης απέναντι στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης εδράζεται, τουλάχιστον ρητορικά, σε δύο παραδοχές. Πρώτον, «άλλο Κυριάκος Μητσοτάκης και άλλο Ν.Δ.». Επικρατεί δηλαδή η εντύπωση ότι ακόμη κι αν ο ίδιος είναι έτοιμος για αληθινές μεταρρυθμίσεις, δεν είναι έτοιμο και το κόμμα του. Δεύτερον, η ατζέντα του επίδοξου πρωθυπουργού προβάλλει «ακόμη ένα εξτρεμιστικό αίτημα επαναδιαπραγμάτευσης».

Ανατροπή της περικοπής των συντάξεων, μονομερής αύξηση του κατώτατου μισθού, επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Όλα τα δέχονται τελικά οι πιστωτές, εκτός από την παραβίαση της «κόκκινης γραμμής» τους. Να μη μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα (3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ έως το 2060) που συνδέεται με την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους.
Χαρακτηρίζουν «μεγάλο λάθος» τη στρατηγική απόφαση Μητσοτάκη να βάλει στο τραπέζι την επαναδιαπραγμάτευση των στόχων. Ίσως αποκαλύπτουν έτσι το οξυγόνο της εξαιρετικά λειτουργικής συνεργασίας τους με τον Αλέξη Τσίπρα, τον οποίο συγχαίρουν για το γεγονός ότι υπερβαίνει θεαματικά τους ήδη δυσβάσταχτους στόχους, αψηφώντας τις γνωμοδοτήσεις διεθνών οργανισμών που εστιάζουν στις δυσμενείς επιπτώσεις για την οικονομία.
Πράγματι, η δημοσιονομική πολιτική δεν είναι πανάκεια για την ανάπτυξη. Μεγαλύτερη σημασία έχουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν το περιβάλλον στην Ελλάδα πρόσφορο. Για επενδύσεις και επιχειρηματικότητα. Για προστιθέμενη αξία και αύξηση της απασχόλησης. Για υψηλότερα εισοδήματα. Εδώ έχουν δίκιο οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι. Ωστόσο, η παρατεταμένα επιθετική φορολόγηση, ιδίως όταν συνδυάζεται με συγκράτηση των δαπανών για επενδύσεις και με ενίσχυση των δαπανών για προσλήψεις πελατειακού χαρακτήρα, περιορίζει δραστικά τα περιθώρια της ανάκαμψης.
Συμπερασματικά, μια κυβέρνηση υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη θα κριθεί πρακτικά σε δύο επίπεδα. Πρώτον, για τη βούληση να επιφέρει διαρθρωτικές τομές, τις οποίες προφανώς και δεν επέφερε η κυβέρνηση υπό τον Αλέξη Τσίπρα. Δεύτερον, για τη δυνατότητα να εξορθολογίσει τα φορολογικά βάρη. Αν προβεί δυναμικά σε μεταρρυθμίσεις με ισχυρό συμβολικό χαρακτήρα, θα αφαιρέσει επιχειρήματα από τη φαρέτρα των πιστωτών, οι οποίοι βρίσκουν «σωσίβιο» στην πολιτική των υπερπλεονασμάτων. Θα πρέπει πάντως, όπως όλα δείχνουν, «πρώτα να δείξει έργο και μετά να ζητήσει διευκολύνσεις».

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019

Ζητούμενο η ισορροπία

Αλλάζουν πολλά στην εκπαίδευση, σε όλο το εύρος της. Κάποιες από τις αλλαγές και ο συνδυασμός τους θα δημιουργήσουν ένα νέο τύπο μαθητή. Ένα μαθητή που θα βρίσκεται χαλαρά στο σχολείο 13 χρόνια: δύο χρόνια στο νηπιαγωγείο, έξι χρόνια στη δημοτικό, τρία χρόνια στο γυμνάσιο και δύο χρόνια στο λύκειο και τον 14ο χρόνο θα του λένε τώρα πρέπει να διαβάσεις σκληρά γιατί έχεις μπροστά σου τις εισαγωγικές εξετάσεις. Μόνο που αυτός δεν θα μπορεί να το κάνει μετά από 13 χρόνια χαλαρότητας.

Ας δούμε τα πράγματα από την αρχή. Το Υπουργείο Παιδείας παίρνει μέτρα, ώστε να έχουμε πιο ξεκούραστους μαθητές. Στο Δημοτικό καθιέρωσε δύο Σαββατοκύριακα με την τσάντα να μένει στο σχολείο, ώστε να μην υπάρχει μελέτη στο σπίτι, αλλά μόνο παιγνίδι.

Στο Γυμνάσιο και το Λύκειο πάμε για έναρξη των μαθημάτων στις 9. Στο Γυμνάσιο στις εξετάσεις του Ιουνίου η Γ Γυμνασίου εξετάζεται σε 4 μόνο μαθήματα.  Στην Α Λυκείου τα εξεταζόμενα μαθήματα γίνονται, από φέτος, 8, στη Β Λυκείου γίνονται 6 και στη Γ Λυκείου είναι 4. Η μείωση των εξεταζομένων μαθημάτων και η αύξηση των ημερών διδασκαλίας ακούγεται καλό, αλλά κρύβει παγίδες εφησυχασμού για τους μαθητές. Το Υπουργείο μειώνει τα εξεταζόμενα μαθήματα και για όσα μαθήματα δεν θα εξετάζονται τον Ιούνιο επιβάλλει ακόμη ένα τετραμηνιαίο διαγώνισμα στο 2ο τετράμηνο, προσπαθώντας να ισοφαρίσει τη μη εξέταση του μαθήματος τον Ιούνιο. Δεν είναι, όμως, το ίδιο. Το διαγώνισμα του β τετραμήνου γίνεται σε διευρυμένη ύλη, αφού είναι επαναληπτικό. Οι εξετάσεις του Ιουνίου,όμως, λέγονται γραπτές ανακεφαλαιωτικές εξετάσεις διεξάγονται στα 2/3 της διδαχθείσης ύλης και σκοπός τους είναι η επανάληψη όλης της ύλης της χρονιάς, ώστε οι μαθητές να “τακτοποιήσουν” στο μυαλό τους όλα όσα πρέπει να θυμούνται στην επόμενη τάξη. Γι’ αυτό και “πέφτουν” στις εξετάσεις κάθε χρόνο τα sos. Ακριβώς γιατί αυτά είναι που πρέπει να θυμούνται οι μαθητές. Δεν είναι χαζοί οι καθηγητές. Γνωρίζουν ότι οι μαθητές γνωρίζουν τι περίπου θα τους ζητηθεί. Αλλά αυτά είναι όσα πρέπει να θυμούνται.

Υπάρχει και άλλος ένας λόγος που γίνονται οι εξετάσεις. Είναι μία εκτίμηση των επιδόσεων του μαθητή. Αν δεν γράψει καλά στην Άλγεβρα, για παράδειγμα, τότε έχει μία προειδοποίηση ότι κάτι δεν πάει καλά και κάτι πρέπει να αλλάξει. Οι μαθητές της Β Λυκείου της θετικής κατεύθυνσης δεν θα εξεταστούν τον Ιούνιο στην άλγεβρα, τη γεωμετρία, τη φυσική και τη χημεία. Πρόκειται για τα μαθήματα η ύλη των οποίων είναι απαραίτητη για την επιτυχία τους στις πανελλήνιες εξετάσεις.  Ειδικά με το νέο ύφος των εξετάσεων, που απαιτούνται όλες οι γνώσεις όλων των τάξεων, είναι απαραίτητη η άριστη γνώση αυτών των μαθημάτων. Δεν υπάρχει, όμως, ούτε επανάληψη ούτε αποτίμηση της κατάκτησης της γνώσης, διαδικασίες απαραίτητες για την επιτυχή ολοκλήρωση της ύλης. Όλοι γνωρίζουμε πως ότι δεν καλύπτει το σχολείο θα το καλύψει το φροντιστήριο…

Έχουμε, δηλαδή, δύο τύπους σχολείου. Την χαλαρή κατάσταση από το νηπιαγωγείο μέχρι και τη Β Λυκείου και μετά την Γ Λυκείου, που έχει μία τελείως διαφορετική φυσιογνωμία. Στη Γ Λυκείου που και επίσημα θα είναι έτος προετοιμασίας για το Πανεπιστήμιο πρέπει ο μαθητής να αλλάξει φιλοσοφία και τρόπο ζωής, εντελώς ξαφνικά. Τα μαθήματα στο σχολείο θα είναι ουσιαστικά αυτά στα οποία θα εξεταστεί στις εισαγωγικές εξετάσεις. Θα διδάσκονται 6 ώρες την εβδομάδα και η ύλη, όπως φάνηκε από τα προγράμματα σπουδών που ανακοίνωσε το Υπουργείο Παιδείας, θα είναι μεγάλη. Το… χαλαρό παιδί μας, θα βρεθεί απότομα σε μία νέα κατάσταση. Μεγάλη ύλη που θεωρεί γνωστό ό,τι διδάχθηκε μέχρι τώρα και υψηλές απαιτήσεις γιατί ο ανταγωνισμός στις περιζήτητες σχολές είναι οξύτατος.

Πώς θα μπορέσει να ανταποκριθεί ο μαθητής στο νέο περιβάλλον μάθησης και τις νέες απαιτήσει;. Όταν έχεις μάθει να διαβάζεις μισή ώρα την ημέρα και να παίρνεις 20 ξαφνικά ζορίζεσαι, μου έλεγε ένας μαθητής. Και πράγματι αυτή είναι η πραγματική εικόνα. Με μισή ώρα διάβασμα την ημέρα τα παιδιά έχουν υψηλή βαθμολογία, δεν έχουν και τις επαναληπτικές εξετάσεις να τους ταρακουνήσουν σε περίπτωση αποτυχίας και φτάνουν στην Γ Λυκείου με λειψές γνώσεις και περισσή αυτοπεποίθηση. Μέτριοι και κάτω μαθητές νομίζουν ότι είναι αριστούχοι και άντε να τους προσγειώσεις στην πραγματικότητα, αυτούς και τους γονείς τους, που νομίζουν ότι όλα βαίνουν καλώς. Άσε που δεν προλαβαίνεις να τους μάθεις όσα δεν γνωρίζουν ενώ οι ίδιοι πιστεύουν ότι τα ξέρουν πολύ καλά.

Το ζητούμενο είναι, όπως πάντα, η ισορροπία. Μην αφήνεις τα παιδιά χαλαρά σε όλο το σχολείο και την τελευταία χρονιά τους ζητάς πράγματα στα οποία δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Πρέπει να υπάρχει μία ενιαία αντιμετώπιση σε όλο το λύκειο, τουλάχιστον. Το σωστό είναι να υπάρχει προοδευτικός βαθμός δυσκολίας καθώς το παιδί μεγαλώνει και όχι να πέφτουν ξαφνικά στο κεφάλι του 6 ώρες μαθηματικά, 6 ώρες φυσική και 6 ώρες χημείας την εβδομάδα, με μεγάλη ύλη, που ο μέτριος μαθητής θα “χαθεί” από τον Οκτώβρη.

Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Η «παγίδα» των δεικτών

Αναμφίβολα η πρόσφατη έκδοση του 10ετούς ομολόγου ήταν επιτυχημένη και έστειλε πολλαπλά μηνύματα εντός και εκτός συνόρων. Και φυσικά δεν είναι μόνο η εν λόγω έκδοση που χαροποιεί την κυβέρνηση, καθώς αρκετοί είναι οι οικονομικοί δείκτες που βελτιώνονται σταδιακά και σταθερά. Το ερώτημα, ωστόσο, που προκύπτει διαχρονικό και κλασικό είναι: Και όλα αυτά πώς μεταφράζονται στην απλή καθημερινότητα;
Η απάντηση δυστυχώς η ίδια όπως σε όλη την τελευταία δεκαετία των μνημονίων. Όπως ακριβώς έλεγε πριν από περίπου τέσσερα χρόνια η σημερινή κυβέρνηση και τότε αντιπολίτευση. Οι αριθμοί ευημερούν, αλλά οι άνθρωποι υποφέρουν. Είναι άλλωστε τυχαίο ότι περισσότεροι από 4 εκατ. φορολογούμενοι χρωστούν στην εφορία; Το πώς ακριβώς συμβαίνει αυτό από τη στιγμή που περίπου 5,1 εκατ. φορολογούμενοι δήλωσαν πέρυσι ετήσιο εισόδημα έως 8.000 ευρώ, με συνέπεια να πληρώσουν ουσιαστικά μηδενικό φόρο εισοδήματος, είναι σίγουρα από το ελληνικά ανορθόδοξα. Γεγονός είναι όμως ότι η Ελλάδα χρωστάει και είναι απαισιόδοξη.
Οι προσδοκίες των νοικοκυριών παραμένουν και για φέτος αρνητικές, καθώς το 52% αναμένει επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης. Είναι δε χαρακτηριστικό, όπως προκύπτει από την τελευταία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, ότι ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού δηλώνει ότι θα μπορούσε να καλύψει τις βασικές ανάγκες του μήνα με λιγότερα από 1.000 ευρώ (31,8%). Δεν είναι περίεργο επομένως πως από την ίδια έρευνα προκύπτει ότι τρία στα δέκα νοικοκυριά διαβιούν με ετήσιο εισόδημα χαμηλότερο των 10.000 ευρώ, ενώ το εισόδημα για τα μισά νοικοκυριά της χώρας δεν επαρκεί για όλο τον μήνα. Δυστυχώς η κορύφωση του δράματος, που αποτυπώνει και την πραγματική εικόνα της Ελλάδας του σήμερα, έρχεται από το γεγονός ότι η σύνταξη παραμένει η κυριότερη πηγή εισοδήματος για τα μισά περίπου νοικοκυριά.
Με βάση τα ευρήματα της έρευνας, για 1 στα 10 (10,3%) νοικοκυριά η σύνταξη αποτελεί την κυριότερη και τη δεύτερη κυριότερη πηγή εισοδήματος, ενώ για περίπου 2 στα 10 νοικοκυριά (21,5%) η σύνταξη αποτελεί τη μόνη πηγή εισοδήματος. Είναι λοιπόν φανερό ότι και η σημερινή κυβέρνηση κινδυνεύει να πέσει στην ίδια παγίδα που έπεφταν οι προηγούμενες, που πανηγύριζαν για τη βελτίωση των δεικτών της οικονομίας, τις αγορές, τις επενδύσεις, τις μεταρρυθμίσεις και ο κόσμος ήταν στις ουρές για ένα σακί πατάτες. Και επειδή, κακά τα ψέματα, από τα μνημόνια κανείς δεν έφυγε, μήπως «πληρωθεί» με το ίδιο «νόμισμα» αφού και οι κάλπες δεν αργούν;

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Τα μαξιλάρια δεν είναι παντοτινά

Η επιστροφή στην κανονικότητα θα έχει επιτευχθεί όταν η έκδοση ενός ελληνικού ομολόγου θα πάψει να είναι «πρώτη είδηση» στους τηλεοπτικούς σταθμούς, στις εφημερίδες και στα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία.
Η χθεσινή επιτυχημένη έκδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου -του πρώτου ύστερα από ακριβώς εννέα χρόνια απουσίας του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος από την αγορά- είναι αναμφίβολα θετική εξέλιξη για μια σειρά από λόγους.
Υποδηλώνει τη δυνατότητα της Ελλάδας να μπορεί να δανειστεί από τις αγορές, κλείνει μια μακρά περίοδο απουσίας, ενώ αποτυπώνει και το μεγάλο αγοραστικό ενδιαφέρον για τους ελληνικούς τίτλους. Είναι όμως η αφετηρία της διαδρομής -και μάλιστα μιας μακράς διαδρομής- και όχι ο τερματισμός της.
Κανονικότητα σημαίνει ότι ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους θα κάνει τη δουλειά του -δηλαδή θα προγραμματίζει τις επόμενες εκδόσεις ανάλογα με τις δανειακές ανάγκες της χώρας και τις συνθήκες στις διεθνείς αγορές- χωρίς η κάθε του ενέργεια να γίνεται αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης ή αφορμή για να ανταλλάσσουν μηνύματα ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ο υπουργός Οικονομικών μέσω twitter.
Κανονικότητα σημαίνει μεγάλος αριθμός εκδόσεων ελληνικών ομολόγων με διαφορετικές διάρκειες και ποσά, ώστε να χτιστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η λεγόμενη καμπύλη των αποδόσεων.
Κανονικότητα σημαίνει συνεχής αύξηση επί των ελληνικών τίτλων στην αγορά, ώστε και η απόδοση να μην μπορεί να επηρεαστεί -είτε προς τα κάτω είτε προς τα πάνω- με συναλλαγές ελάχιστων εκατομμυρίων ευρώ.
Κανονικότητα σημαίνει ότι μια έκδοση δεν θα φτάνει να συζητείται στο ελληνικό Κοινοβούλιο, αλλά θα περνά στα «ψιλά» στις οικονομικές στήλες των εφημερίδων ή των ιστοσελίδων.
Χθες έγινε ένα ουσιαστικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Θα ακολουθήσουν όμως και δύσκολες ημέρες, καθώς οι αγορές δεν είναι προβλέψιμες.
Ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι κυβέρνηση όταν θα έρθουν αυτές οι δύσκολες ημέρες, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η πρόσβαση της χώρας στον δανεισμό των αγορών δεν προσφέρεται για κομματικές σκοπιμότητες και παιχνίδια εντυπώσεων.
Διότι και τα «μαξιλάρια» δεν είναι παντοτινά. 

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

Πραγματικότητα και λόγια

Η αβεβαιότητα που πηγάζει και διαχέεται από την πραγματική οικονομία θα πρέπει να απασχολεί τους πολιτικούς πολύ περισσότερο από τις επιθυμίες τους για εξουσία και μόνον. Τα καλά και αισιόδοξα λόγια είναι η μία όψη του νομίσματος. Η αισιόδοξη γιατί εδράζεται σε κουβέντες. Η άλλη όψη όμως του ίδιου νομίσματος είναι η πραγματικότητα, όπως αυτή αποτυπώνεται σε πράξεις και δράσεις των πραγματικών παικτών της οικονομίας και του κοινωνικού της περίγυρου.
Πίσω από την ευφορία που μπορεί να προκάλεσε στις 21 Αυγούστου 2018 το τέλος του τρίτου μνημονίου και η δυνητική έξοδος της χώρας μας στις αγορές, υπάρχουν και τα πραγματικά προβλήματα, τόσο της πραγματικής οικονομίας όσο και του ευρύτερου κοινωνικού σχηματισμού. Και όπως είναι φυσικό, η κατάσταση που επικρατεί στους τομείς αυτούς δεν μπορεί παρά να επηρεάζει, σε διάρκεια και σε βάθος, ολόκληρο το επιχειρηματικό τοπίο στην Ελλάδα. Ας δούμε λοιπόν, συνοπτικά, ποια είναι τα προβλήματα αυτά και πώς θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Ένα και σοβαρότατο πρόβλημα, για κάθε επιχείρηση, είναι η παρατηρούμενη δημογραφική συρρίκνωση της ελληνικής αγοράς. Η χώρα γερνάει, ο πληθυσμός μειώνεται, άρα η ελληνική αγορά έχει όλο και λιγότερους καταναλωτές. Και η μείωση αυτή ναι μεν μετριάζεται από την άνοδο του τουριστικού ρεύματος, το τελευταίο όμως είναι ευκαιριακό και υποκείμενο της διεθνούς συγκυρίας. Άρα, οι ελληνικές επιχειρήσεις στην εσωτερική αγορά σήμερα, αύριο και μεθαύριο πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν τους τις δημογραφικές εξελίξεις. Ιδιαίτερα δε τη γήρανση, η οποία επηρεάζει και τις καταναλωτικές συνθήκες από την πλευρά των συμπεριφορών κυρίως.
Το δημογραφικό και οι ποικίλες διαστάσεις του έτσι είναι κορυφαίο πρόβλημα για τη χώρα και την ιστορική της πορεία, πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες και οικονομικές σταθερές. Το δημογραφικό είναι και τεράστιο θέμα επιβίωσης του ελληνισμού. Θέμα τεράστιο και με το οποίο κανείς δεν θέλει να ασχοληθεί. Διότι τέτοιου είδους προβλήματα ούτε ψήφους φέρνουν ούτε για τηλεοπτικές κενολογίες προσφέρονται.
Από την άλλη πλευρά, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, όπως προκύπτει από τις διεθνείς κατατάξεις, ακολουθεί και αυτή πτωτική πορεία, φαινόμενο καθόλου ενθαρρυντικό. Παράλληλα, σε συνθήκες φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ζουν πάνω από ένας στους τρεις κατοίκους στην Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, η χώρα μας, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν μπορεί να δανειστεί από τις αγορές, αφού τα επιτόκια είναι ακόμα απαγορευτικά. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι τράπεζες παραμένουν εξαιρετικά αδύναμες να επιτελέσουν τον πραγματικό τους ρόλο. Εν ολίγοις, δηλαδή, προβληματική είναι και η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Η τελευταία πάσχει από αιμοδοσία και αυτό είναι πολύ σοβαρό.
Έτσι η χώρα μας παραμένει θεωρητικά μια οικονομία της αγοράς, χωρίς ωστόσο να διαθέτει πραγματική τραπεζική πίστη. Την ίδια στιγμή δε, ένα μέρος της κοινωνίας λόγω υπερφορολόγησης είναι ομηροποιημένο και ονειρεύεται μόνον ρυθμίσεις και δόσεις! Ακόμα χειρότερα, καθώς οι τράπεζες δεν χρηματοδοτούν μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι μόνοι που μπορούν να αναζητήσουν κεφάλαια για τις δραστηριότητές τους είναι οι μεγάλοι παίκτες, ήτοι οι ισχυρές επιχειρήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν πολυεθνικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, είναι σαφές ότι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας αργοπεθαίνει, χωρίς να μπορεί να αιμοδοτήσει με οποιονδήποτε τρόπο τις δραστηριότητές της.  
Η εξέλιξη αυτή μας οδηγεί στο βάσιμο συμπέρασμα ότι ήδη σημειώνονται δραματικές ανακατατάξεις στην ελληνική αγορά, υπό συνθήκες βίαιης αναδιανομής πλούτου, από την οποία ωφελούνται οι μεγάλες και οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις.
Προκύπτουν έτσι και νέες μορφές ανισοτήτων, οι οποίες πολύ σύντομα θα έχουν και τον σχετικό πολιτικό - κοινωνικό αντίκτυπο.
Η περιθωριοποίηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο, που μπορεί να τροφοδοτήσει και ιδιαίτερα δυσάρεστες καταστάσεις, παρόμοιες με αυτές που σήμερα δίνουν τροφή στον λαϊκισμό και τις πολιτικές του εκφράσεις. 
Ας σημειωθεί, στο πλαίσιο των παραπάνω εξελίξεων, ότι η αρνητική πιστωτική επέκταση των τραπεζών, μεσοπρόθεσμα θα έχει δραματική επίπτωση και στην πορεία του τραπεζικού μας συστήματος, το οποίο βρίσκεται και αυτό με τη σειρά του σε ένα κομβικό σημείο μετασχηματισμού του. Αλλά χωρίς ευοίωνες προοπτικές όσο δεν εφαρμόζονται τολμηρές λύσεις στο θέμα των «κόκκινων» δανείων. Δυστυχώς δε, μετά τις επιπόλαιες και άστοχες ενέργειες του πρώτου εξαμήνου του 2015, το σύστημα, όπως και η κοινωνία γενικά, καλούνται να καταβάλουν βαρύ τίμημα, με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες στην οικονομία και την παραγωγική της διάσταση. Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι προκάλεσαν πολύ μεγάλη ζημιά στην οικονομία και κάποτε κάποιοι θα πρέπει να αναλάβουν ευθύνες γι’ αυτό.
Ο δρόμος είναι λοιπόν μακρύς και δύσβατος για τη χώρα, η οποία, όπως επισημαίνουμε και στην αρχή, αρχίζει να έχει πλέον σοβαρές δημογραφικές απώλειες, με οικονομικές επιπτώσεις που θα γίνουν αισθητές σε λίγα χρόνια. Τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και από γεωπολιτικής πλευράς... Και ο νοών νοείτω...